Translate

Thursday, January 26, 2006

Να γιομίσει ο σορβάς σου και να γιάνει η καρδιά σου !

Σαν ορεινό χωριό το Τσίτα, όπως και τόσα άλλα στον Πόντο, δεν είχε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, έτσι έγιναν εκχερσώσεις για να μπορούν να παράγουν ένα μεγάλο μέρος της διατροφής τους όπως, αραβόσιτο, κηπευτικά, οπωροφόρα και κυρίως λεπτοκάρυα. Λόγω της βλάστησης η κτηνοτροφία ευδοκιμούσε και κάθε οικογένεια διατηρούσε μια έως τρεις αγελάδες οι οποίες έδιναν στην οικογένεια γάλα, γιαούρτη, βούτυρο, μυζήθρα, κρέας. Επίσης κοσάρες (κότες) και άλλα πουλερικά και βέβαια και από ένα γουρουνάκι για τα Χριστούγεννα, όπου με το λίπος και το κρέας του (καβουρμάς) περνούσαν τον δύσκολο και βαρύ χειμώνα. Μα και τα ψάρια ήταν άφθονα στην παραλία των Σουρμένων, ειδικά τα χαψία, ένας είδος γάβρου, που έρχονταν από την Κριμαία κατά τον Μάρτη, σε τεράστια πυκνά κοπάδια και φτάνοντας στις ακτές της Μαύρης θάλασσας κατάκλυζαν όλες τις παραλίες του Πόντου. Πολλές φορές ήταν τόσο μεγάλη η παραγωγή που έμεναν αζήτητα και τότε τα μοιράζανε στους φτωχούς, κυρίως Τούρκους.

Χαψία χαψία φατέστεν σκυλ΄παιδία
Και ντ’έμορφα μαειρεύ’ατα, η θεία μ’ η Δοξία


Οι γυναίκες ήταν επιφορτισμένες για τις εσωτερικές αλλά και τις εξωτερικές δουλειές. Για την τροφή, τα ζα, την οικογένεια, τα μποστάνια, την τροφή, τα πάντα. Για αυτό ο χρόνος ήταν πολύτιμος με συνέπεια η διατροφή τους να είναι λιτή και βασισμένη κυρίως στα σπιτικά παρασκευάσματα, στα κηπευτικά και την κτηνοτροφία. Δεν πετούσαν τίποτα, ακόμη και μια χούφτα μαγειρεμένα ρεβύθια, με την έμπνευση και την πείρα τους, αποτελούσαν το γεύμα της οικογένειας για την επόμενη ημέρα. Ίσως η απλότητα των υλικών και η απλή μαγειρική τους να είναι και ένας από τους λόγους που δεν αρρώσταιναν βαριά.

Πολλά από τα φαγητά εξακολουθούν να μαγειρεύονται, κάποια λιγότερο λόγω της έλλειψης των βασικών συστατικών όπως το κορκότο, το πασκιτάν, το υλιστόν, το στέας.

Ένα από τα πιο αγαπημένα τους φαγητά ήταν οι σούπες. Και μια τέτοια θα αφιερώσω στο ταπεινό μου Αρμυρίκι, που δυτικοφέρνει τελευταία και μεταξύ μας, πολύ του πάει.

Ανοίγοντας το «σεντούκι» του παππού Γιάννη, βρίσκω κάτω από τον τσαχλαμά, τον τανωμένον σορβάν. Την αγαπημένη του σούπα. Του άρεσε τόσο πολύ (όπως και στο υπόλοιπο τεράστιο σόι) που κάθε φορά που ήθελε να πει κάτι για την κοιλιά του έλεγε: τη σιρβάς ιμ’ ο τόπον, δηλαδή της σούπας μου το μέρος.

Ο τανωμένος σορβάς είναι σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροαλεσμένο στάρι, καλαμπόκι ή κριθάρι, πασκιτάν ή υλιστόν και δυόσμο. Είναι μια σούπα δροσερή, θρεπτική, εύκολη και ευπροσάρμοστη. Ζεστή τον χειμώνα, δροσερή για το καλοκαίρι, με άλλα λόγια, ταπεινή.

Αυθεντικός Τανωμένος σορβάς λοιπόν ή τανώσουπα ή σούπα τανωμένη

1 κούπα κορκότο σταρένιο
4-5 κούπες νερό
2 κούπες πασκιτάν’
1 ψιλοκομμένο κρεμμύδι
Ψιλοκομμένος φρέσκος δυόσμος ή 2 κ.γ. ξηρό
3 κουταλιές αγελαδινό βούτυρο ή ελαιόλαδο
αλάτι (αν το πασκιτάν’ δεν είναι καλά αλατισμένο)

Βάζουμε το νερό μαζί με το κορκότο και 1 κ.γ. αλάτι σε χαμηλή προς μέτρια φωτιά να βράσει μέχρι να ψηθεί το στάρι και χυλώσει ελαφρά.
Παίρνουμε δυο-τρεις κουτάλες από την σουπα σε ένα βαθύ μπωλ και το αφήνουμε να κρυώσει λιγάκι.
Προσθέτουμε λίγο λίγο πασκιτάν’ μέσα στη σουπα που έχουμε κατά μέρος και ανακατεύουμε μέχρι να γίνει το μείγμα λείο, χωρίς κομπαλάκια.
Στη συνέχεια, ρίχνουμε το μείγμα του πασκιτάν με το κορκότο λίγο λίγο στην κατσαρόλα με την υπόλοιπη σούπα έτσι ώστε να μην κόψει το πασκιτάν’.
Σε ένα τηγανάκι κάνουμε σύβραση το κρεμμύδι στο βούτυρο ή στο ελαιόλαδο και τον δυόσμο και το προσθέτουμε στη σουπα.
Ανακατεύουμε και απολαμβάνουμε.

Κορκότο και πασκιτάν’ υπάρχει σε μαγαζιά με προϊόντα παραδοσιακά.
Το κορκότο μπορεί να αντικατασταθεί με στάρι ξεφλουδισμένο (υπάρχει στα Σ/Μ) και κοπανισμένο στο γουδί. Το δε πασκιτάν’ με στραγγιστό γιαούρτι. Εδώ όμως πρέπει να σημειώσω πως την υπόξινη γεύση του πασκιτάν’ δεν την έχει το κοινό πλέον στραγγιστό γιαούρτι της αγοράς, εκτός και αν βρεθεί γνήσιο γιαούρτι σακούλας ή αφήσουμε το γιαούρτι λίγο να ξινίσει.

Σε άλλα μέρη του Πόντου την τανόσουπα την έκαναν με υλιστόν. Για την ιστορία,
το πασκιτάν’ είναι το αποβουτυρωμένο, δρουβανιστό, στραγγισμένο και αλατισμένο γιαούρτι που προέρχεται από το ταν’ . Αρκετά σφιχτό σαν αδύνατη μυζήθρα, όπου ταν’ είναι το αποβουτυρωμένο γιαούρτι.
Το υλιστόν είναι το στραγγιστό γιαούρτι με όλο του το βούτυρο του.
Το δε ταν’ αραιωμένο με παγωμένο νερό δίνει το αριάν’ , το ξυνόγαλο δηλαδή.
.....

Να γιομίσει ο σορβάς σου και να γιάνει η καρδιά σου !

Wednesday, January 25, 2006

ε! κίτι μαύρα Σούρμενα ...



Μια φορά, μιαν εποχή, στης γιαγιάς μου τον καιρό, ήταν ένα πανέμορφο χωριό που το λέγαν Τσίτα.
Τούτο το χωριό ήταν πολύ ορεινό, απόκρημνο, απρόσιτο, και με πυκνή βλάστηση. Αν και το νοτιότερο χωριό της επαρχίας των Σουρμένων και μόλις 10 χιλ από την παραλία, σε πολλά σημεία τα πανύψηλα βουνά είχαν απόκρημνες, βραχώδεις και δασωμένες πλαγιές, που διασχίζοταν από ορμητικά ποτάμια και ρυάκια. Χτισμένο στο βουνό Σιορομυλή των Ποντιακών Άλπεων ή Μακρώνων όπως τα ονομάζει ο Ξενοφών, που πέρασε από εκεί κατά την καθοδο των Μυρίων το 401 π.χ. Τα άλλα τρία βουνά των Άλπεων, του Αντίταυρου δηλαδή, ήταν ο Καρτσαλάχος και το Τσουρούκ Ντερέ, με υψηλότερη κορφή το Ματούρ Νταγ με 2850 μ. υψόμετρο. Από τον Καρτσαλάχο πήγαζε και ο Μικροπόταμος, το κύριο ποτάμι που περνούσε μέσα από το χωριό, συναντούσε άλλα ορμία (ρέματα) και διέσχιζε την χαράδρα που σχημάτιζονταν μεταξύ του Τσίτα και του Ασσού.
Η πυκνή του βλάστηση ήταν το απόλυτο καταφύγιο για ανθρώπους και αγριογούρουνα. Λεπτοκαρυές, καρυδιές, συκιές, ροδαφινιές, μουριές αποτελούσαν ένα βαθύ και πυκνό δάσος, μοναδικό για την ομορφιά του.

Ο παππούς Αβραάμ (προπάπους μου, παπάς και δάσκαλος του χωριού και μετά τη χηρεία του αρχιμανδρίτης) γράφει στο βιβλίο του «Στατιστική της Επαρχίας των Σουρμένων», πως το χωριό πήρε το όνομα του από τις αποθήκες αραβοσίτου της περιοχής, καθώς «τσιτ» στα τούρκικα σημαίνει ακριβώς αυτό.
Μια άλλη εκδοχή, υποστηρίζει πως το Τσίτα πήρε το όνομα του από τον στρατηγό Τζίττα ή Σιττα, τον οποίο είχε στείλει ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός για να υποτάξει την άγρια φυλή των Τζάνων που λυμαίνονταν την περιοχή των ανατολικών παραλίων της Μαύρης θάλασσας. Ο στρατηγός κατάφερε να τους υποτάξει και σαν ευγνωμοσύνη οι κάτοικοι του Τσίτα ονομάτισαν το χωριό τους Τζίτα, όπου με τα χρόνια έγινε Τσίτα.

Μετά την άλωση της Πόλης και τον βίαιο διωγμό και εξισλαμισμό, όλα τα χωριά των περιοχών αυτών σχεδόν ερήμωσαν. Οι κάτοικοι έφυγαν άλλοι προς τα μέρη της Ρωσίας, άλλοι στα βουνά οπού σύμφωνα με τις γραπτές και προφορικές αφηγήσεις των παλαιών αλλά και των νέων όπως η θεία Παρθένα, ζούσαν –όπως και η προγονική της οικογένεια- κρυμμένοι επί γενεές και γενεές, τρεφόμενοι με χόρτα, ξηρούς καρπούς και αγριογούρουνα.
Έτσι και το Τσίτα άδειασε, ερήμωσε και από το 1470 σκεπάστηκε όλη η περιοχή με πυκνά δάση. Βέβαια, κάποιοι χριστιανοί διεσώθηκαν και έμειναν πίσω σε μερικά χωριά της περιοχής των Σουρμένων και του Όφη, όπου προστατεύονταν από τους αγάδες από σκοπιμότητα πάντα και συμφέρον. Το 1670 έγινε ο δεύτερος διωγμός και εξισλαμισμός όλων των περιοχών. ΄Οσοι αρνήθηκαν τον εξισλαμισμό, έφυγαν από τα διάφορα χωριά του Όφη προς τα ορεινά των Σουρμένων. Ψηλά, απόκρημνα, πιο ασφαλή. Είχαν πληροφορηθεί πως παλιά υπήρχε εκεί το χωριό Τσίτα και πως ζούσαν μερικοί χριστιανοί. Έτσι, από διάφορα χωριά κατέφτασαν φυγάδες, γενάρχες των μετέπειτα κατοίκων του Τσίτα, όπως και οι πρόγονοι μου οι Τσιρόζ’, όπου και ένας από τους απογόνους ο παππούς Αβραάμ Παπαδόπουλος (Τσιροζίδης) και το Τσίτα αποικήθηκε ξανά.
Σύμφωνα με το γενεαλογικό δέντρο του Παναγιώτη Τσιροζίδη, οι κάτοικοι του Τσίτα ήταν απόγονοι των Μιλησίων της Μικράς Ασίας καθώς οι πρώτοι από τους φυγάδες που εκαταστάθηκαν στο Τσίτα γύρω το 1775, ο Κεσές, ο Χαρίτος, ο Καλομηνάς, ο Φωκάς, ήρθαν από το χωριό Ωκενέ. Και με τους απογόνους τους δημιουργήθηκε το χωριό. Το κατοικήθηκε πρώτα από φυγάδες από τον Όφη και εκείνοι από την Ινέπολη αποικία της Σινώπης, όπου η Σινώπη ήταν με την σειρά της αποικία της Μιλήτου.

Το χωριό μεγάλωσε, άκμασε, έγινε το μεγαλύτερο σε πληθυσμό και έκταση της επαρχίας με 350 οικογένειες, περίπου 2700 χριστιανούς ορθόδοξους και 10 οικογένεις κλωστών (εκχριστιανισμένων Οθωμανών), με σχολαρχείο και ημιγυμνάσιο.
Τα περισσότερα σπίτια είχαν κατώι και ανώγι. Το κατώι κτισμένο με πέτρα (για μαντρί), το ανώγι ξύλινο για κατοικία και η στέγη με κεραμίδια.
Οι Τσιταίοι ήταν μορφωμένοι και οι περισσότεροι κιμπάρηδες αφού έκαναν εμπόριο στην γειτονική Ρωσία. Οι άντρες ήταν ή βιοτέχνες ή έμποροι ή και ξενιτεμένοι όσων οι δουλειές ήταν στην Ρωσία, την Πόλη, ακόμη και την Σμύρνη.


…….Δεν ξέρω γιατί επέλεξα τον αόριστο, αφού το Τσίτα, το χωριό της γιαγιάς Βασώς και ένα κομμάτι από τις δικές μου ρίζες, υπάρχει ακόμη. Εκεί, στο Σιορομυλή, πάντα μέσα σε πυκνή βλάστηση και ορμητικά ορμία. Ίσως γιατί δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε, ίσως γιατί αν και κατοικημένο, μοιάζει έρημο και κρύο. Λείπουν οι άνθρωποι οι δικοί του που το ζέσταιναν, το ομόρφαιναν δίνοντας του πνοή και ψυχή, δίνοντας του ζωή, και περιμένει με υπομονή την επόμενη αυγή.

.........

ε! κίτι μαυρα Σούρμενα
και έρημα χωρία
πως έτονε κ'επέμετε
απές στην ερημία
Τσίτα, Ασσού και Μεξεζή
χωρία αγαπημένα
΄κ' έπορώ νάνασπαλώ σας
κι αϊλλοί - άϊλλοί σε μένα

Ντο έντον, που εχάθανε
ατόσα νέϊκα παιδία
κι ατώρα εμείς επέμναμε
δέντρα χωρίς κλαδία

Άλλο ο παπάς κι λειτουργεί
'κ' ειν'ανοιχτά σκολεία
επέμναν όλα έρημα
σην δείσα σην σκοτία

Ο πάππο μ΄έτονε μουχτάρτ'ς
απές σε αφτά χωρία
πολέμανεν πολέμανεν
για την ελευθερίαν

Οφέτος ξαν θα έρχουμε
Σούρμενα μ' ν' αναστέντς με
κι αν κι πάρω να έρχουμε
του χρόνου να περιμέντς με

Είμαι ένας Καπασακάλ'τ'ς
ας σην Μακεδονίαν
Σουρμενέτες, Σουρμενέτες
και με τρανό καρδία

.......

άλλαξε ο μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς..


Η επίδραση του χιονιού καταλυτική.
Το κουκούλωμα των κάδων, δρόμων, πάντων επιτυχής και όχι όσα κρύβει η νύφη για να μην δει η πεθερά! Όχι μάτια μου, έγινε καλή δουλειά, άριστη.

Ντύθηκε η χώρα στα λευκά της και μαζί της και γω. Άλλαξα φορεσιά και προτίμησα την λευκή, την φωτεινή, την αισιόδοξη. Με μια ιδέα χαρμολύπης στο μωβ-φούξια της, έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε. Γιατί η ζωή, όπως και ο καιρός, πάντα θα αλλάζει κόσκινα...

Tuesday, January 24, 2006

Σουσάμι άνοιξε λοιπόν...



Η ζωή είναι παραμύθι, μα και το παραμύθι ίδια η ζωή.

Ποιος είναι αυτός που τουλάχιστον σαν παιδί, δεν απολάμβανε ώρες παραμυθιού, μα και ιστοριών αληθινών που σχεδόν πάντα ήταν τόσο απίστευτες που φάνταζαν μαγικές, μακρινές. Ποιος είναι αυτός που στην πεζή πραγματικότητα του δεν ονειρεύεται, δεν μαγεύεται, δεν επιζητεί την ζωή του να αγγίξει το ραβδάκι της ευλογίας και να γίνει όπως ο ίδιος την οραματίζεται.

Ποιος είναι αυτός που δεν ελκύεται από το μπλεγμένο κουβάρι της ιστορίας, του μύθου, της φαντασίας. Που δεν επιζητεί να πλεχτεί μέσα στις κλωστές του, να γίνει μέλος του κουβαριού, για να συνεχίσει να ονειρευέται, να πορεύεται, να ελπίζει, να ζει.

Κι όσο μαγεύεται, τόσο μπλέκεται, τόσο διψά για γνώση. Όσο ψάχνει, ανακατεύει, ανακαλύπτει, τόσο πιο βαθειά βουτά στην απέραντη θάλασσα του παρελθόντος, άλλοτε γαλάζια και γαλήνια κι άλλοτε μαύρη και φουρτουνιασμένη. Γεμάτη ιστορία, παραμύθι, παράδοση, ιππότες και δεσποσύνες, δράκους και καλικάτζαρους, ήρωες και προδότες, προγόνους κι απογόνους, μάχες, πείνες, πίκρες, χαρά, λύπη. Και είναι τόσο υπέροχα τα νερά της ιστορίας, που τον δροσίζουν, τον αναζωογονούν, τον φωτίζουν, κι ένας χείμαρρος γνώσεως αιώνων, ζωής αληθινής, ειπωμένης και ανείπωτης, αλλά πάντα αληθινής, γεμάτης, έντονης, συγκλονιστικής φανερώνεται μπροστά του. Ανεκτίμητη κληρονομιά προγόνων σε απόγονους.

Τούτη η κληρονομιά, φαντάζει στα μάτια μου σαν αρχαιολογικό εύρημα χρόνων αλλοτινών, περίεργων, γεμάτο μυστήριο και ένταση. Με προκαλεί και με προσκαλεί να την γνωρίσω, να την καταλάβω, να την μεταδώσω και να την αφήσω παρακαταθήκη στους νέους απογόνους.

Κάνω μια στροφή μέσα στο κουβάρι μου, ψάχνω και βρίσκω την μικρή ξεχασμένη κόκκινη κλωστούλα, το παιδικό μου όνειρο, το άπιαστο και ονειρεύομαι πως είμαι πια αρχαιολόγος. Ανοίγω τους κιτρινισμένους χάρτες μου, ξεκλειδώνω το σεντούκι των προγόνων μου γεμάτο θύμισες, μυρωδιές, γνώση και σοφία, σηκώνω την σκαπάνη μου και αρχίζω το σκάψιμο στις ρίζες μου, στις ρίζες μας, αφού όλοι ξαδέλφια είμαστε, μια κοινή ρίζα έχουμε, εδώ, εκεί, κάπου.....

Friday, January 13, 2006

Το τρομαχτόν....

 


Το σπίτι παλιό και πέτρινο, από τούτα τα τούρκικα, τα υγρά και σκοτεινά με ξεχαρβαλωμένα σανίδια στο πάτωμα. Ερειπωμένο μα όχι μόνο, σα στοιχειωμένο. Ερμο και κουρασμένο από τα χρόνια, σα τις καρδιές των νέων του κατοίκων. Δεν είναι καιρός που φτάσαν από την Χιό, λίγες βδομάδες μονάχα. Άφησαν το νέο τους σπίτι, το ραφτάδικο και ήρθαν δω, για το θέλημα του πατέρα, πριν κλείσει τα μάτια του να δει τον Γιάννη. Τον Γιάννη του.
Τούτο το ‘ρημόσπιτο ήταν το μόνο που απέμεινε ακατοίκητο ακόμη. Οι πρώτεροι κάτοικοι του φύγαν άρον άρον, ούτε που κατάλαβαν τι συνέβη.
- Φύγετε, τους είπαν. Ο πόλεμος τέλειωσε.
- Τέλειωσε, δόξα τον Αλλάχ. Και τελειώνουμε και μεις; Μα που να πάμε;
- Μπρε μπρε μπρε, στην μητέρα πατρίδα πάτε μπρε.


- Τούτο ‘ναι το σπίτι Βασώ.
Γύρισε την ματιά της, το βλέμμα της έπεσε πάνω στα υγρά γκρίζα ντουβάρια . Τα πελώρια αμυγδαλωτά της μάτια, μίκρυναν, μια τρίτσα γίνηκαν. Πήρα μιαν ανάσα, έσκυψε το κεφάλι, ζαλώθηκε τη Σοφούλα και μπήκε πρώτη μέσα. Πάντα πρώτη.
Τρία δωμάτια όλα κι όλα, το τρίτο μ’ένα πελώριο τζάκι στην άκρη. Δυο οικογένειες σε δυό δωμάτια. Τι κι αν ήταν αδέλφια και κουνιάδες; Τόσα κορμιά σε δυο δωμάτια. Που’ν’το σπίτι μας στο Τσίτα; Τυχερός όποιος τό’χει. Δίπατο με μεγάλα δωμάτια, σάλα, κατώι. Τυχερός. Ας είναι, γενηθήτω το θέλημα Του!

Βολεύτηκαν κουτσά στραβά, οι γκρίνιες δεν έλειψαν ποτέ, μα η Βασώ τό’χε ραμμένο το στόμα. Παπαδοκόρη, μορφωμένη, λιγομίλητη. Λίγα και σοφά. Κι αν στον τόπο της ντυνόταν με τα καλύτερα υφάσματα που’φέρναν οι κιμπάρηδες αδελφοί της από την Ρωσία και δεν ήξερε ούτε μια ρίζα να φυτέψει, δω πέρα γίνηκε αγρότισσα.

- Κάτσε Σοφούλα δω χάμου στην σκιά να πάω μέχρι κει πάνω. Βλέπεις; Θα γυρίσω γρήγορα, παίξε συ.

Έπαιζε η Σοφούλα κάτω απ΄την παχιά σκιά της Χαρουπιάς. Μυρμηγκάκια, ζουζουνάκια έπαιζαν στις μικρές χούφτες της.... νά’τη η μάνα, κατεβαίνει τον λόφο ζαλωμένη τσαλιά για τη φωτιά, μα...όχου μάνα μου, όχου μανούλα μου... δάκρυα σκέπασαν το προσωπάκι της, αναφιλητά τάραξαν το κορμάκι της. Για πότε σηκώθηκε η μάνα από χάμου ματωμένη
στα γόνατα, για πότε έφτασε στο παιδί, όχι Σοφούλα μου, να, καλά είμαι. Δε με βλέπεις; Να! Στο ένα χέρι το παιδί, με το άλλο να μαζέψει τα τσαλιά, για την φωτιά.

Μές΄την κουζίνα, στο μεγάλο τούρκικο τζάκι, θα’νάψει η φωτιά για το φαί. Θα’φερνε και ο Γιάννης το σφαχτό με τ’αδέλφια του. Τό σφαξαν πιο πέρα το γουρούνι, να μην ακούνε τα παιδιά. Περίεργο το κλάμα του γουρουνιού, μακρύ και συρτό, τσιριχτό σαν κλάμα νεογνού. Να σου τρυπά τα’φτιά και την καρδιά. Κι ο Γιάννης ούτε μυρμήγκι δε πάταγε, θα’σφαζε κοτζάμ΄ζωντανό;
Μέχρι να γίνει το χαβίτσι έρθαν. ‘Ετοιμο το σφαχτό για κρέμασμα. Επρεπε να μείνει, να στραγγίσει. Ο καβουρμάς δεν είναι εύκολη υπόθεση, θέλει χρόνο και ζόρι. Το φέραν στην κουζίνα και μ’ένα τσιγκέλ το κρεμάσαν από το ταβάνι στη μέση του δωματίου και ένα
μεγάλο σινί από κάτω για τα ζουμιά.
Παράθυρα δεν υπήρχαν, ούτε δεύτερη πόρτα. Τούτο το δώμα ήταν στο μέσο του σπιτιού, ανήλιο, σκοτεινό. Ότι έπρεπε για τούτη την δουλειά, μακριά από φως και ζωντανά. Βγήκαν όλοι και κλείσαν πίσω τους την πόρτα, μέχρι το άλλο πρωί. Ήσυχο ήταν το βράδυ και ο ύπνος βαθύς. Πήρε να ξημερώνει. Πρώτη η Βασώ όπως πάντα να σηκωθεί, να ετοιμάσει για όλους! Νίβεται, ετοιμάζεται. Κάνει να μπει στην κουζίνα, να βάλει φωτιά. Η πόρτα,
ορθάνοιχτη! Κύριε ελέησον ! που βρέθηκαν τούτα; Εξι γάτες ένα γύρω από το σινί, κάτω από το σφαχτό. Ακούνητες η μια καρφωμένη το βλέμμα της στην άλλη!
- Ξου βρε, ξου !
Έρθαν και οι άλλοι, απόρησαν, μα για μια στιγμή μονάχα.
- Δεν μπορεί νύφη λάθος έκαμες. Αφήκατε ανοιχτή την πόρτα και μπήκαν μέσα. Τα
τράβηξε το αίμα.
- Ντο με λες τώρα; Σύ δεν έκλεισες την πόρτα; Μαζί δεν βγήκαμε έξω;
- Σηκώθηκε κανείς το βράδυ;
- Οχι Γιάννη μου
- Οχι Παναγιώτη
- Οχι πατέρα
- Ε, καλά, δεν θα κλείσαμε καλά την πόρτα. Δεν γίνονται τέτοια πράγματα.

Τέτοια πράγματα πολλά γινόντουσαν, έτσι τουλάχιστον λέγαν πολλοί γειτόνοι. Για τα σπίτια τούτα, τα παλιά. Φονικά λέγαν γίνανε πολλά. Μάλιστα στο σπίτι του Πάντσου βρέθηκε κουφάρι, είπαν ανθρώπινο. Πολλοί σκοτώθηκαν και θάφτηκαν μέσα στα ντουβάρια για να μη βρεθούν τα πτώματα τους. Και τα πνεύματα των αδικημένων λέγαν τριγυρνούσαν
εκεί, εγκλωβισμένα,ζητώντας το δίκιο τους!
- Τς τς τς, χαϊβάνια ντιπ για ντιπ

- Να μάνα, να, εκεί. Εκεί, μέσα στην τρύπα, δίπλα στη σκάλα. Εκεί ήταν μάνα. Ενας άντρας με μεγάλο μουστάκι και ψηλό καπέλο. Στους ώμους είχε χρυσά και στο χέρι του μια κούκλα. Ίσια στα μάτια με κοιτούσε, καρφωτά, σαν να μου’λεγε, έλα, έλα. Είδα μάνα και σηκώθηκα. Πήγα σιμά μα δεν την έβλεπα πια και ο άντρας πάει, χάθηκε, έτσι!
Άπλωσα το χέρι μου, μέσα στην τρύπα, φοβόμουν λίγο, μα κάτι με τράβαγε μάνα. Το άπλωσα σιγά σιγά μέσα στη τρύπα να βρω την κούκλα. Τι όμορφη που ήταν, άσπρη σαν το γάλα, με μαύρα μακριά μαλλιά και πλουμιστό σαλβάρι. Μα κάτι ακούμπησε το δικό μου, στο μπράτσο, σαν χέρι, πάγωσα κι αμέσως το τράβηξα πίσω και τότε σε είδα να
κατεβαίνεις την σκάλα.
Έγειρε η Βασώ στο χάλασμα, κοίταξε καλά καλά μέσα στην τρύπα μα δεν είδε κάτι.
-Μη φοβάσαι Σοφούλα, ιδέα σου ήταν.


Πήρε την μικρή μέσα, μα το μυαλό της ήταν σκοτισμένο. Τιν’τούτα; Περίεργα πράγματα συμβαίνουν δω χάμω. Πέντε μέρες τώρα, το ίδιο. Κλείνουν την πόρτα το βράδυ, ανοιχτή την βρίσκουν το πρωί με τα γατιά ολούθε. Ακούνητα, σα μαγεμένα.
Ημαρτον Κύριε!

Σήμερα όλα θα ξεκαθάριζαν. Ε, μα! Ο θείος ο Παναγιώτης έτσι είπε, θα κλειδώσει ο ίδιος την πόρτα και το κλειδί θα το βάλει κάτω από το μαξιλάρι του. Ετσι είπε, και κάτι για κουκούτσ’ μυαλό.
Πρώτα και οι τέσσερις οι μεγάλοι, έψαξαν καλά καλά όπως κάθε μέρα και τις πέντε, τοίχο τοίχο, πέτρα πέτρα. Ούτε μια τρυπούλα, ούτε μια χαραματιά. Βγήκαν όλοι, τελευταίος ο θείος Παναγιώτης, έκλεισε πίσω του, κλείδωσε και πήγαν για ύπνο. Το κλειδί κάτω από το προσκέφαλο του. Ύπνος γλυκός σκέπασε το σπίτι, χωρίς όνειρα, μα το ροχαλητό του
διέκοψαν κλάματα.
- Τι; το μωρό του Γιάννη! Κλαίει. Μια σταλιά μωρό τι θόρυβο κάνει. Τι τό’πιασε άγρια μεσάνυχτα, αυτό ποτέ δεν κλαίει έτσι.
Ησυχία. Απότομη σιωπή. Μέχρι να σηκωθεί η Βασώ το μωρό σιώπησε. Έτσι ξαφνικά, όπως ξαφνικά έκλαψε. Μα τα ματάκια του έμεινα ανοιχτά, ορθάνοιχτα, να κοιτούν, κάπου.....
Ένα αεράκι δροσερό, ίσα παγωμένο, πέρασε απ’την ράχη της. Γυρνά προς την πόρτα. Την ανοίγει σιγά, αθόρυβα. Απέναντι της το δώμα με το τζάκι και η πόρτα ανοιχτή πέρα ως πέρα. Πάλι.
- Γιάννη! Παναγιώτη! Γιάννη, Γιάννη!

Τρέξαν ανάστατοι όλοι, μικροί, μεγάλοι.

- Κοιτάξτε! Κάτι έγινε δω, κάτι είδε το μωρό και τρόμαξε. Κάτι υπάρχει!
Ένα γύρω τα γατιά κάτω από το σφαχτό. Στο ίδιο μέρος, ακούνητα, ασάλευτα! Έχασκε ο στόμας ολονών, σαν μύγα τσίμπησε τον θείο, έτρεξε στο κρεβάτι του, σήκωσε το μαξιλάρι και, ναι. Το κλειδί ήταν εκεί.

Σαν ξημέρωσε έφεραν τον παπά. Ευλόγησε, θυμιάτισε.
Από τότε καμιά πόρτα δεν ξανάνοιξε, τα ζωντανά έλειψαν απρόσκλητα, η Σοφούλα δεν ξανάδε τον άντρα με την κούκλα μέσα στο χάλασμα. Ησύχασαν! Και μαζί, ησύχασε και το μωρό της Βασώς. Δεν ξανακούστηκε το κλάμα του. Ποτέ. Μήτε η λαλιά του. Ποτέ. Μέχρι τα δώδεκα της η μικρούλα Ευγνωσία έλεγε δυο λέξεις μοναχά. Μαμά. Μπαμπά. Και ήταν
πάντα ήσυχο και μαζεμένο, πάντα δίπλα στο φουστάνι της μάνας, ώσπου κοιμήθηκε. Στα δώδεκα της. Για πάντα.-

.........................................................

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

η ιστορία τούτη δεν είναι παραμύθι μα είναι αληθινή πέρα ως πέρα. Αφορά την οικογένεια μου και την γιαγιά μου τη Βασώ. Μια υπέροχη γιαγιά, ψηλή σαν κυπαρίσσι, με μαύρη μαντίλα, χαμογελαστά πελώρια μάτια, μόνιμο χαμόγελο στο στόμα και πειραχτικά παρατσάγκαλα εν ώρα καφεποσίας. Ποτέ δεν μου την διηγήθηκε τουτη την ιστορία, όπως τίποτα άλλο δυσάρεστο. Τις είχε κουκουλώσει καλά τούτες τις θύμησες. Τις πέταγε μια μια στη μαύρη θάλασσα μαζί με κάθε αδικοχαμένο πρόσφυγα.

Τούτα τα γεγονότα, σκόρπια λόγια δω και κει, μαζεμένα και φυλαγμένα στο σεντούκι του μυαλού μου, τα έβγαλα, τα "ξεσκόνισα" και τα ταίριαξα μεταξύ τους -όσο καλύτερα μπορούσα - σε ένα μικρό διήγημα. Παρακαταθήκη στα δικά μου παιδιά, και τα παιδιά των παιδιών μου. Να διαβάζουν, να μαθαίνουν και να μένουν πιστοί στις ρίζες και τις μνήμες.

Λένε πως, η ψυχή δεν πεθαίνει, θάνατος δεν υπάρχει, γιατί ζούμε μέσα απο τις μνήμες των απογόνων μας. ΄Οταν τούτη η θύμηση σβηστεί και η αλυσίδα σπάσει, αυτός είναι ο θάνατος....
 Posted by Picasa

Wednesday, January 04, 2006

Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά ;

 

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Η ώρα κοντεύει 5 μ.μ. Σε δυο ωρίτσες θα είμαι στο σπιτάκι μου. Μόνη!
Σπάνια περίπτωση για χειμώνα, μοναδική θα έλεγα. Εγώ και τα ντουβάρια!
Ότι πρέπει για να αφιερώσω λίγες ώρες για πάρτη μου. Τέλεια! Αρχίζω να καταγράφω νοητά το πρόγραμμα.
Χμμμ τι χρειάζομαι ;

- Αφρόλουτρα, άλατα, κρέμες, ενυδατικές και ότι άλλη αηδία κυκλοφορεί για να καλυτερέψει αυτό που οδεύει με ταχύτητα φωτός στη μοίρα του. Τουτέστιν χαλάρωση και ρυτίδες. Ok για το πόδι της χήνας δεν μπορώ να κάνω κάτι (μακριά από μένα τα bodyline), αλλά τουλάχιστον θα μουλιάσω και μπορεί να κοιμηθώ κιόλας μέσα στο καυτό νερό. Μια βόλτα από τον Χόντο τσάκα τσάκα, 10 λεπτάκια το πολύ θέλω. Εκστασιασμένη από την απατηλή φαντασία μου συνεχίσω το σχεδιασμό των εγωιστικών μου απολαύσεων.

- Μια πλούσια σαλάτα να περιδρομιάσω μόνη μου! Σιγά μην χάσω ώρα από τον πολύτιμο για την πάρτη μου χρόνο για μαγείρεμα. Μια σαλάτα γίνεται στο πιτς φτίλι. Δεν θέλω πολλά πράγματα, απλά και ελαφριά. Μαρουλάκι, άνιθο και καπνιστό σωλομό μαρινάτο. Ωραία λοιπόν, κατεβαίνω Γλυφάδα (στον δρόμο μου είναι) μπαίνω στο γνωστό ΣουΜού και τα παίρνω. Ρόκα άγρια και πιπεράτη έχω σπίτι. Με τα χεράκια μου την μάζεψα προχθές από το νησί. Χαλάλι το δίωρο μέσα στα χωράφια, όρη και άγρια βουνά και υψίπεδα για χόρτα.

- Ένα καλό βιβλίο. Τό’χω και αυτό, προχθές το πήρα. «Άνεμοι Πολέμου» του Πρέσφιλντ. Εξιστορεί μυθιστοριογραφικά την ιστορία του Αλκιβιάδη και της εποχής του. Από το καλοκαίρι έλεγα να το πάρω που μόλις είχα τελειώσει μέσα σε τρία 24ωρα τις «Πύλες της Φωτιάς» του ιδίου, αλλά πότε να το διαβάσω; Αυτό ρουφιέται δεν διαβάζεται!

- Και ένα ποτάκι. Μαρτινάκι rosso με πάγο και μια φετούλα λεμόνι. Χαλαρή, φρέσκια και παρφουμαρισμένη στον καναπέ με μόνο φως το λιγοστό του πορτατίφ να απολαύσω το βιβλίο μου. Μη σου πω ότι θα ανάψω το τζάκι και θα διαβάσω αραχτή στην μπερζέρα μου. Χωρίς τεχνητό φως, μόνο της φλόγας που σιγοκαίει.

Η ώρα πήγε 6 μ.μ. Κλείνω πισί, κλειδώνω συρτάρια και χαιρετώ. Γεια σας, και χαρά σας και αέρα στα πανιά σας, εγώ την κάνω για σήμερα.

Ευτυχώς το λεωφορείο δεν άργησε. Το ομολογώ. Ανήκω στο ένα; δύο; δέκα τοις εκατό; του πληθυσμού που αυτοκίνητο έχουν και τιμόνι δεν πιάνουν. Θα το διευθετήσω και αυτό. Τούτο το καλοκαίρι θα πάω για δίπλωμα. Βέβαια κάθε χρόνο τα τελευταία δεκαπέντε το ίδιο λέω, αλλά που θα πάει ή θα μου κάτσει το schedule ή θα βαρεθεί το στεφάνι μου να κάνει τον ταξίτζη.

Δεν υπάρχει πιο βαρετή διαδρομή μέσα στο καταχείμωνο, σκοτάδι, να πορεύεσαι με το λεωφορείο στην παραλιακή. Το καλοκαίρι είναι χαρά Θεού, σε φτιάχνει η θέα της θάλασσας, σε οξυγονώνει. Τον χειμώνα όμως είναι σκοτεινά, καταθλιπτικά, τρεις και ο κούκος στο όχημα και μια μπόχα υγρασίας και κλεισούρας που σου’ρχεται να ξεράσεις. Το τραμ είναι σαφέστερα καλύτερο αλλά περνά κάθε μισάωρο, μην πω 45λεπτο. Δεν είμαι για να χάνω χρόνο. Θέλω και τα δευτερόλεπτα για πάρτη μου.
Λίγο τα σκαμπανεβάσματα, λίγο τα ξεκίνα-σταμάτα γλάρωσα στο όχημα και παραλίγο να χάσω την στάση.
Περνώ απέναντι, ο δροσερός αέρας με ξυπνά και μπαίνω στον Χόντο. Πλάκα πλάκα, μια ωρίτσα την έφαγα. Να και ένα σαμπουάν, αυτό το αφρόλουτρο ή το άλλο; Να δω και το καινούργιο αρωματάκι που μου είπε η Νικολέτα, να ρίξω και μια ματιά στο cookshop στον υπόγειο, ευκαιρία είναι. Εξάλλου έχω χρόνο.

Ώρα για το ΣουΜού, απέναντι είναι. Για τα σαλατικά. Εντάξει, ας πάρω και το γάλα του καλού μου. Με την ευκαιρία δεν παίρνω και λίγα αλλαντικά που τα πεθύμησα; Μμμ και τυράκι. Άδειο είναι το ψυγείο μετά τις διακοπές. Λίγο εδώ, λίγο εκεί έφαγα άλλη μια ώρα στο ΣουΜού. Πήγε 8.30 μ.μ και φορτώθηκα και σαν το γαϊδούρι. Μία η λύση. Ταξί! Και το πήρα και έφτασα στο 10λεπτο.

Ανοίγω με λαχτάρα την πόρτα, ανάβω τα φώτα και τι να δουν τα ωραία, μεγάλα και μελαχροινά ματάκια μου;

Γαμώ την γκαντεμιά μου, την Ρώμη και το Κολοσσαίο της μέσα!!!

Ένα σπίτι αλάν ντουφάν! Τρεις μέρες ήταν ο καλός μου στο σπίτι μοναχό του. Τι μέρες, νύχτες. Νύχτα έμπαινε, καθόταν ήσυχα ήσυχα στον καναπέ, έπαιζε το playstation του, κάπνιζε τα τσιγαράκια του, κοιμόταν στο κρεβατάκι μας... Πως τα κατάφερε και έκανε όλο το σπίτι στάβλο; ε; πότε; ΠΟΤΕ;

Ψυχραιμία κορίτσι μου, ψυχραιμία! Όλα γίνονται με μέθοδο.

Ανοίγω ψυγείο και μπουζουριάζω τα πράγματα. Χώνω στα ντουλάπια ότι χρειάζεται. Δεν βάζω και το πλυντήριο να πλένει μέχρι να τελειώσω;
Σεντόνια, πατάκια, χαλιά, τασάκια, ρούχα, σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, μάζεμα.... Πήγε 11.30 μ.μ Οκ ακόμη προλαβαίνω. Θα χαλαρώσω με το ζεστό μου το μπανάκι, θα αλειφθώ κρέμες και βοτάνια, τα πιω και το ποτάκι μου και θα έρθω στα ίσα μου η δουλάρα! Βιβλίο δεν το βλέπω να διαβάζω, μάλλον λίγη τιβούλα για νανούρισμα.

Τέλειωσε και το πλυντήριο. Ας τα απλώσω μην τα έχω στην μέση.
11.45 μ.μ. - φτου! Τέλειωσε το ζεστό νερό. Ανάβω την αντίσταση. Σε μισή ώρα θα είναι λάβα.

Μέχρι το παγωμένο νεράκι να γίνει ποτάμι λάβας να συνεφέρω το κορμάκι μου περιμένω στωϊκά καθήμενη στο κρεβατάκι μου, πάνω από τα στρωσίδια μην τα βρωμίσω η άπλυτη πλύστρα.
12.00 π.μ. - Πεινάω... δεν έχω το κουράγιο όχι να φτιάξω την σαλάτα αλλά ούτε και να την φάω.
12.15 π.μ - Νυστάζω...δεν έχω το κουράγιο να σηκωθώ να κάνω μπάνιο. Άσε, αύριο το πρωί πριν φύγω για την δουλειά. Τι; ναι! χμμμ.. καληνύχτα αγαπημένο μου ημερολόγιο χχχρρρρρ ψψψψψψ χχχρρρρρρ ψψψψψψ.......
 Posted by Picasa