Translate

Wednesday, January 24, 2007

Έχω σακούλα, πάμε για χόρτα;


Πίτα! Κεφάλαιο τεράστιο και ανεξάντλητο. Δεν θα το αναλύσουμε τώρα, ας το γευτούμε καλύτερα.

Κάθε τόπος και η πίτα του, κάθε σπίτι και η χλαού του. Όπου χλαού ο πλάστης και άμα δεν ξέρεις να τρώς, σίγουρα ξέρεις να τις τρως!

Πρώτα πρώτα διαλέγουμε καλό τυροπιτά, διότι σαν την σπιτική πιτούλα, καμμιά, αλλά εγώ καλή μου σε γραφείο εργάζομαι, δεν είμαι φούρναρης να σηκώνομαι αξημέρωτα για να ζυμώσω! Εκτός πια κι αν το γυρίσω σε τυροπιτού που λέγαμε και μάλιστα γκουρμέ!
Για τα οκνηρά καθημερινά μας πρωινά λοιπόν, χτυπάμε τυρόπιτα-σπανακόπιτα-μπουγάτσα κλπ από τον αγαπημένο μας τεχνίτη ή έστω το αγαπημένο μας cult τυροπιτάδικο. Για τις άλλες στιγμές όμως, αυτές που ξυπνάς όταν όλη η φύσις ησυχάζει αλλά εσύ αντί να αλλάζεις πλευρό στο ζεστό σου παπλωματάκι πετάγεσαι με σάλτο ολυμπιονίκη από το κρεβάτι, ανεξήγητα εκστατικός και χαμογελαστός και ζητάς πέτρες για να στίψεις....ε, άσε, τις στίβεις αύριο. Ντύσου καλύτερα, πάρε σακούλα και μαχαίρι και ξαμολήσου στα λιβάδια και τις ραχούλες να μαζέψεις χόρτα άγρια για την δικιά σου πίτα. Άντε, της μαμάς, ας είναι.
Μια οργάνωση όμως την χρειάζεσαι. Διότι πες ότι δίψασες, πείνασες, χάθηκες. Τι θα κάνεις τις ερημιές;

Μη ξεχάσω :

1. σακούλα – μαχαίρι (για το μάζεμα)
2. μπουκάλι νερό (για την δίψα)
3. ελαφρύ κολατσιό (για την πείνα)
4. μπουφανάκι (για την ψύχρα)
5. κινητό (για ασφάλεια)
6. καλή παρέα (για όλα τα παραπάνω)

Άμα τώρα είσαι γνώστης του αθλήματος πρόβλημα ουδέν. Άμα και όχι, λύση υπάρχει και για τους γιάπηδες και δες παρακάτω. Άμα πάλι πιστεύεις ότι τα παντός είδους χόρτα φυτρώνουν σε σακουλάκια στο σούπερ μάρκετ, αλλά ντε και καλά θες να διοχετεύσεις την ενέργεια σου, πάρ΄το αλλιώς και τρέχα να ξεβρομίσεις το αυτοκίνητο σου καλύτερα. Όταν τελειώσεις πλύνε και το δικό μου.
Καλύτερα βέβαια να πας παρέα με κάποιον που ξέρει γιατί καλές και οι τσουκνίδες, κάνουν ωραία πίτα και θρεπτικότατα κιντέατα, αλλά τα άλλα, τα μυτερά, γαϊδουράγκαθα είναι, θρεπτικά μόνο για τα ζα! Αν όμως η παρέα είναι της ίδιας συνομοταξίας ή απλά δεν θες να γίνεις ο μπελάς του λεπτού «αυτό τρώγεται»; «Αυτό;», «Αυτό;», τύπωσε το «εγχειρίδιο προς χορτομαζώχτρες» και πάρ’το μαζί σου για τυφλοσούρτη.

Lesson A – τούτη η γη που την πατούμε....

Τα άγρια χόρτα πρωτοεμφανίζονται γύρω στον Οκτώβρη με Νοέμβρη, σε γη που έχει χρόνια να καλλιεργηθεί. Τούτα είναι οι άγριες ρόκες. Γεμάτη γεύση, πιπεράτη, ασύγκριτη με τις του S/M. Κάποτε τις έτρωγαν τα γαϊδούρια και τα κατσίκια μόνο, τώρα είναι γκουρμέ και τις χρυσοπληρώνεις στο Χ μουράτο ρεστωράν.
Κι όμως είναι τόσο εύκολο να μαζέψεις τσάντες ολόκληρες σε μικρή απόσταση από το σπίτι σου, όπου κι αν είναι αυτό. Παραδοσιακά τρώγονται σκέτες με αλάτι.

Αρχές Γενάρη και εφόσον έχει βρέξει καλά, σκάνε μύτη οι ζοχοί, τα λάπατα, οι καυκαλήθρες, τα μυρώνια για πίτα, αλλά και οι λαψάνες, τα περδικοπατήματα, τα αλιβάρβαρα, τα αγριομάρουλα για βραστή σαλάτα αλλά και κοκκινιστό φαγάκι. Επίσης οι τρυφερές κορφές της τσουκνίδας προτιμώνται. Μη ξυνίζεις, μάζεψε μερικές, είναι ίσως το θρεπτικότερο χόρτο από όλα τα παραπάνω που ανέφερα.

Τελευταία στη σειρά τα ραδίκια παντός είδους, Μικρά, μεγάλα, πλατύφυλλα, χνουδάτα...γεμίζει ο τόπος και η κατσαρόλα μας.


Μεθοδολογία :

Πιο πρακτικό είναι να καθαρίσεις τα χόρτα την ώρα που τα συλλέγεις, παρά να τα χώσεις στη σακούλα με χώματα και ότι άλλο και να πρέπει μετά να τα καθαρίσεις ένα ένα στο σπίτι. Και ώρα πολύ θα κάνεις και το σπίτι χωράφι από τα χώματα θα γένει.
Για να κόψεις χόρτα φροντίζεις να μπήξεις καλά το μαχαίρι στη γη, και να κόψεις ψηλά από την ρίζα χωρίς να διαλυθούν ούτε τα φυλλαράκια του αλλά να μείνει και η ρίζα μέσα στη γη για να φυτρώσει και πάλι.

Lesson B - στο ταψί, στο ταψί....

Υλικά για το φύλλο

1 κιλό αλεύρι
2 ποτήρια νερό
1 κουταλάκι του γλυκού αλάτι
1 μικρό φλυτζανάκι του καφέ ξύδι
1 φλυτζανάκι του καφέ ελαιόλαδο

Υλικά για την γέμιση

- 1 κιλό τρυφερά άγρια χόρτα
- 1 μάτσο κρεμμυδάκια πράσινα (3-4 χοντρές ρίζες δηλαδή)
- μισό ματσάκι άνιθο (σαν μεζούρα παίρνουμε το μάτσο του S/M)
- ½ κιλό φέτα ή μισή φέτα-μισό ανθότυρο ή ότι άλλο άσπρο τυράκι μας αρέσει κατά προτίμιση κατσικίσιο
- 1 αυγό
- 1 κεσεδάκι γιαούρτι
- αλάτι – πιπέρι

Επί το έργον...

Πρώτα ετοιμάζεις το φύλλο.
Σε βαθειά λεκάνη βάζεις τα ¾ του αλευριού, κάνεις μια λακούβα και στη μέση ρίχνεις το νερό, το αλάτι και το ξύδι.
Ζυμώνεις να ενωθούν τα υλικά, αφαιρείς τα ζυμάρια από τα χέρια σου και ρίχνεις το λάδι αφού πρώτα λαδώσεις και τα χέρια σου. Με αυτόν τον τρόπο ζυμώνεις πολύ καλύτερα χωρίς να κολλά το ζυμάρι. Ζυμώνεις μέχρι να γίνει μια ζύμη εύπλαστη και αφράτη. Αν βγαίνει σφικτή ρίχνεις ελάχιστο κάθε φορά νερό. Αν κολλά στα χέρια προσθέτεις λίγο αλεύρι.

Χωρίζεις το ζυμάρι σε δύο μακριά μπαστούνια και το κάθε μπαστούνι το κόβεις με ένα μαχαίρι σε 12 ίσια κομμάτια.
Παίρνεις ένα ένα κομμάτι και το ανοίγεις με την βοήθεια αλευριού και την χλαού (πλάστη) σε μέγεθος πιάτου φρούτου (!). Το τοποθετείς σε λαδωμένο πιατάκι και βουτυρώνεις την επιφάνεια του. Συνεχίζεις με το επόμενο κομμάτι, το βάζεις πάνω από αυτό που έχεις στο πιατάκι και βουτυρώνεις την επιφάνεια του. Συνεχίζεις μέχρι να γίνει μια εξάδα. Συνολικά, φτιάχνεις 4 εξάδες. Κάθε εξάδα σκεπάζεται με πλαστική μεμβράνη και τοποθετείται στο ψυγείο να κρυώσει καλά.

Δε ξεχνώ...
Λαδώνεις την επιφάνεια του πιάτου για να μην κολλήσει το φύλλο αλλά, βουτυρώνεις την επιφάνεια κάθε φύλλου για να κολλήσουν μεταξύ τους. Μόνο την επιφάνεια του τελευταίου φύλλου κάθε 6άδας την λαδώνεις.

Άμε στη γέμιση τώρα....

Καθαρίζεις, πλένεις σχολαστικά (ιδανικά στην μια γούρνα του νεροχύτη, αφού την ταπώσεις πλένεις τα χόρτα τρία χέρια. Στο τελευταίο χέρι ρίχνεις και λίγο ξύδι για παν ενδεχόμενο. Να ξέρεις, το ξύδι σκοτώνει τα πάντα. Είναι κατά κάποιο τρόπο η χλωρίνη της τροφής μας) Ξεχωριστά πλένεις τα άγρια χόρτα από τα άλλα χορταρικά μας.
Στραγγίζεις και –είναι σημαντικό – ψιλοκόβεις. Αλλιώς σε κάθε δαγκωνιά θα τραβιέται το χόρτο σαν κλωστή.

Βάζεις όλα τις ψιλοκομμένες πρασινάδες σε μεγάλο βαθύ ταψί ή λεκάνη, ρίχνεις μπόλικο αλάτι και τα τρίβεις με τα χέρια σου καλά καλά. Τα αφήνεις λίγο να σταθούν και θα δεις έκπληκτος πόσο νερό θα βγάλουν.

Στραγγίζεις και στίβεις καλά από το νερό, και προσθέτεις και τα υπόλοιπα υλικά της γέμισης.


Επιστρέφεις στο ζυμάρι....

Λαδώνεις την επιφάνεια του τραπεζιού / πάγκου και ανοίγεις την πρώτη εξάδα λίγο μεγαλύτερο από το λαδωμένο μου ταψί . Το τοποθετείς σε αυτό και αφήνεις τις άκρες να εξέχουν. Συνεχίζεις με το δεύτερο και το βάζεις πάνω στο άλλο. Ρίχνεις και στρώνεις την γέμιση.
Ανοίγεις την τρίτη εξάδα τόσο μεγάλη όσο και το ταψί (όχι μεγαλύτερο) και τη τοποθετείς πάνω στη γέμιση. Το ίδιο και με την τέταρτη εξάδα. Γυρνάς το ζυμάρι που εξέχει προς τα πάνω και τυλίγω γύρω γύρω σε κοθόρι. Άντε σε στριφτάρι.

Χαρακώνεις καλά σε κομμάτια σερβιρίσματος, ραντίζεις με νεράκι και ψήνεις στους 180, σε προθερμασμένο φούρνο, στην θέση λίγο πιο κάτω από την μέση, πάνω κάτω για καμμιά ώρα. Μόλις ροδίσει καλά είναι έτοιμο.

Μήπως νά’στιβες κείνες τις πέτρες καλύτερα; (!)


Έλαβαν μέρος με την σειρά που εμφανίζονται, από πάνω αριστερά και με φόρα Ζ


1.Καυκαλήθρα αρωματική
2.Αλιβάρβαρο ή αλλέως καλακάρβουνο
3.Ζοχός βασιλικός
4.Λάπατα ξυνούτσικα για πίτα
5.Και οι κόκκινες ρίζες των λάπατων για ταυτοποίηση
6.Περδικοπατήματα
7.Ραδικιών φωλέα
8.Έταιρο ραδικάκι






































Η φωτό της λαχταριστής πίτας είναι από το www.allatini.gr

Tuesday, January 16, 2007

Πάρε το άλλο μαχαίρι, κόβει καλύτερα...


- Άντε ρε Ντίνα! Ακόμα;
- Τώρα, τώρα, έρχομαι...αμάν και συ!
- Βάλτε ρε παιδιά παπούτσια. Και μπουφάν. Άντε!
- Σακούλα πήρες;
- Πήρα. Πάρε το άλλο μαχαίρι, κόβει καλύτερα.
- Αμάν ρε παιδιά! Παπούτσια είπαμε, τι κάνετε τώρα;
- Ξέρετε τι λέω; Η μέρα σήμερα είναι χαρά Θεού! Δεν παίρνουμε και το φαί μας μαζί να στρώσουμε κάτω από κανά πεύκο; Κλείνουμε και κανά βλέφαρο άμα τύχει.
- Η φασολάδα τρώγεται ζεστή, άμα την πάρουμε τώρα μαζί μας θα παγώσει.
- E, όταν είναι ώρα, ας κατέβει μια στιγμή ο Γιώργος να φέρει την κατσαρόλα!!!
Για το ότι αποφασίζουν για τον Γιώργο χωρίς τον Γιώργο έχει βάλει και ο Γιώργος το χεράκι του. Άνθρωπος που ποτέ δεν λέει όχι, δεν δύναται να ξαναμαναρωτηθεί. Ηθελέσ’τα και παθέσ’τα!

Η ίδια σχεδόν πάντα στιχομυθία επί σειρά 37 και βάλε ετών μεταξύ τόσο στενών συγγενών που ανέκαθεν είχα την αίσθηση πως μεγάλωσα με τρείς μαμάδες, τρεις μπαμπάδες, δέκα αδέλφια και ατέλειωτους θείους, θείες και ξαδέλφια. Τό’χει το σόι; τό’χει η ρίζα μας; Μπααα...η ρίζα μας τό’χει!

Έτσι, εν τω μέσω φωνών, αλαλαγμών, στρωσιδιών, σερβίτσιων, φρούτων, μπουκαλιών νερού, και ότι άλλων ξεκινά η εξόρμηση στην ύπαιθρο για χόρτα! Χόρτα Γεναριάτικα για πίτα χωριάτικη με φύλλο ανοιγμένο στο χέρι. Ζοχοί, λάπατα, καυκαλίθρες, τρυφερή διάφανη τσουκνίδα. Χόρτα για βραστή σαλάτα αλλά και κοκκινιστά στην κατσαρόλα. Λογιώ λογιώ ραδίκια, αγριομάρουλα, περδικοπατήματα, τρυφερές λαψάνες και αλιβάρβαρα.
Κυριακές και σχόλες για να είναι και οι άντρες μαζί. Άλλοι για το τιμόνι, άλλοι για την ψησταριά, άλλοι για την χαρά της εκδρομής.

Οι πρώτες εικόνες από μαυρόασπρες φωτό του’60 και από θολές παιδικές αναμνήσεις, παράταιρα κομμάτια ενός παζλ παιδικής ευτυχίας. Ο «Γιαπωνέζος» της οικογένειας, ερασιτέχνης φωτογράφος και μπαμπάς μου γρήγορα εξοπλίστηκε με το τελευταίο μοντέλο φωτογραφικής μηχανής και οι ατέλειωτες φωτό μας απέκτησαν χρώμα. Αρχικά το γιωταχί στις φωτό ήταν πράσινο βατραχί αγνώστου τύπου, μετά άλλαξε σε κόκκινο ford taurus, ήρθε και ένα seat λευκό, απέθαντο. Έσβησε για πάντα η μηχανή του στα τέλη του ’90. Ήρθε και μια «Μαρίνα», αγγλικό μοντέλο που ποτέ δεν μάθαμε την μάρκα της. Για μας ήταν η «Μαρίνα». Τέλος. Γιατί «Μαρίνα», μόνο ο Γιώργος ξέρει!
Μαλλιά φουσκωτά από τον αέρα, άλλα προσεκτικά σκεπασμένα με μεταξωτά μαντήλια, χοντρά ‘70ς παλτά (δεν την έχω συγχωρήσει την μάνα μου που χάρισε στα κρυφά το γρασιδί βιντάζ παλτό της. Τόσο αδύνατη ήταν τότε!), χοντροτάκουνα παπούτσια με τετράγωνη κοντή μύτη και τεράστια αγκράφα.
Ωραίες, νέες και περιποιημένες, μαζί και η ψηλή σαν κυπαρίσσι μαυροφορεμένη μας γιαγιά με την μαύρη μαντήλα μέσα στα λιβάδια, στις πλαγιές και στα ρεματάκια με μια σακούλα χόρτα στο ένα χέρι και ένα μαχαίρι στο άλλο.

Φωτό σε κάθε στιγμή ιστορικής σημασίας. Την στιγμή της ανεύρεσης ενός μέρους γεμάτου τεράστια και τρυφερά ραδίκια, την στιγμή που ο συγχωρεμένος μερακλής Βασίλης ψήνει μεζεκλίκια στην ψησταριά δίπλα στο βατραχί αμάξι για να κόβει τον αέρα. Την στιγμή που ο Γιώργος απολαμβάνει την ηρεμία της εξοχής στην αμερικάνικη κοντή σεζλόγκ, την στιγμή που ο ερασιτέχνης φωτογράφος απαθανατίζει κάθε παιχνίδι της πιτσιρικαρίας. Από το να ανακαλύπτουν λακούβες με λάσπες για να βουτήξουν τα παπούτσια τους μέχρι να χάνονται στα γύρω χωράφια και λοφάκια εξερευνώντας την τότε έρημη Βάρη. Και το γλυκό σούρουπο της επιστροφής έντονη εικόνα στα μάτια της μνήμης μας.

Οι δεκαετίες περνούν, κάποιοι φεύγουν αλλά είναι πάντα εδώ, κάποιοι άλλοι έρχονται. Τα τοπία αλλάζουν, οι μηχανές επίσης. Είναι πια μικρές και εύχρηστες, μπορείς να τηλεφωνήσεις κιόλας. Ο «φωτογράφος» κληροδοτώντας την ευθύνη και ευχαρίστηση της απαθανάτισης της ιστορικής οικογενειακής στιγμής στα μικρά και καθημερινά σε νεώτερο μέλος της οικογένειας, κράτησε για τον εαυτό του μια θέση σε κάθε φωτό. Είναι πάντα εκεί, σχεδόν φαίνεται.

Η εξοχή άλλαξε, τα παλτά γίνονται μπουφανάκια, τα χοντροτάκουνα μεταλλάσσονται σε αθλητικά μαλακά και άνετα για κάθε πορεία και εν δυνάμει αναρρίχηση. Τα χωράφια μπορεί να γίνουν και βουνά. Τα πρότερα νέα και ωραία πρόσωπα είναι πια γλυκά και γερασμένα, τα χέρια ζαρωμένα, κάποια από αυτά μοιραίως μαυροφορεμένα, φορούν γυαλιά για να ξεχωρίζουν τα χόρτα και τα πιτσιρίκια παίζουν τα ίδια ακριβώς παιχνίδια. Οι φωτό τους απεικονίζουν με την ίδια ακριβώς κλίση του σώματος, πιότερο χαμογελώντας αντί ξεκαρδιστικά γελώντας και την πάντα γεμάτη σακούλα με χόρτα στο ένα χέρι και το μαχαίρι στο άλλο.

Κυριακές και σχόλες πάντα αλλά μόνο με τον Γιώργο από την παλαιά αντροπαρέα, να κρατά το τιμόνι, να κανονίζει τα του πικνίκ, και να κρίνει αν η πίτα έγινε καλή ή πήρε από κάτω.

Monday, January 15, 2007

Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ....


Είμαι άρρωστη. Κομμάτια. Ένα σουρνάμενο, φλεγόμενο μαυροφορεμένο κορμί. Ασορτί με την διάθεση μου. Είμαι στο γραφείο! Εργάζομαι δίπλα σε άλλα έξι φλεγόμενα και σουρνάμενα συναδελφικά κορμιά, με θολά από τον πυρετό μάτια και δεκάδες μισοάδεια φλυτζάνια με καυτό τσάι, χαμομήλι, φασκόμηλο, καφέ, καλάθια απορριμμάτων τίγκα σε βρεγμένα αηδιαστικά χαρτομάντιλα.

Να είσαι «ζωντανός-νεκρός» και να εργάζεσαι. Δηλαδή, τι εργασία, τυπικά πράγματα. Το άθλιο κορμί σου βρίσκεται στον αρρωστιάρικο χώρο. Όλα τα υπόλοιπα προσπαθούν να αντέξουν μέχρι η ώρα να πάει 7. Και όλα αυτά γιατί; Για να μην γκρινιάξει το αφεντικό που "όλοι ξαφνικά δεν προσέξαμε και αρρωστήσαμε"!! Λες και ο στόχος μου τούτο το Σαββατοκύριακο ήταν να σέρνομαι από το κρεβάτι στον καμπινέ και τούμπαλιν. Και όλα αυτά μαζί με τα παιδιά που χρειάζονται και αυτά την φροντίδα τους. Μια χαρά τακτοποιήθηκαν τα τζιέρια μου. Σουβλάκια, πίτσες και χάμπουργκερ. Ένα τέλειο διήμερο με τσάνγκφουντ και παιχνίδι χωρίς παρατηρήσεις για φωνές και δωμάτια υπό κατεδάφιση, αφού εγώ βρισκόμουν κλινήρης με ζαβά όνειρα του τύπου τεράστια ζάρια να με κυνηγούν σε ένα καταμπλέ λιβάδι με λαμέ λουλούδια και κόκκινο ουρανό, επίδραση του σούπερ κατά τα άλλα αμερικάνικου σιροπιού, προσφορά αγάπης της ξενιτεμένης κουμπάρας μου. Καλή της ώρα.
- Στείλε μου μια ντουζίνα ακόμη. Φτάνουν δεν φτάνουν για κανά μήνα.

Τούτη την άθλια στιγμή, τα μάτια μου καίνε, τα χείλη μου ξερά, η μύτη μου συναγωνίζεται αυτή του κλόουν Πεταλουδίτσο, με γυρίζει η κοιλιά μου, τα αυτιά μου τρεμοπαίζουνε αλά Νταμπο το ελεφαντάκι σε κάθε φτάρνισμα. Είμαι πλέον ανήμπορη να εργαστώ άλλο. Που έχει ακουστεί να σου επιτρέπει ο προϊστάμενος (τα μαύρα του τα χάλια ΚΑΙ αυτός) να φύγεις και να μην το κάνεις γιατί θα δώσεις δικαιώματα για σχόλια και πιθανά εργασιακά προβλήματα. Και έτσι να κολλά ο ένας τον άλλον και να σέρνουμε όλοι μαζί τον χορό του depon-panadol-bisolvon και λοιπών γιατρικών. Δύσκολοι οι καιροί για πριγκίπισσες σκληρά εργαζόμενες και δη καριερίστες.
Μια εντριβή θα με σώσει. Με πετρέλαιο. Ρίχτε μου κι ένα σπίρτο. Αναμμένο.