Translate

Thursday, February 02, 2006

η γεύση η πιο έντονη


Κάθε γεύση, μυρωδιά, άγγιγμα ανασύρει από το σεντούκι του μυαλού θύμισες πρωταρχικές. Είναι ο κρίκος που με συνδέει με το παρελθόν. Άλλοτε νοσταλγικός, άλλοτε ανεπιθύμητος.
Οι εικόνες μου δεν είναι ποτέ ολόκληρες. Είναι μόνο κομμάτια ενός παζλ με πολύ έντονα χρώματα κι αρώματα, απαλά και τρυφερά αγγίγματα, ακόμη και πεισματικά κλάμματα.

Το πιο έντονο άρωμα είναι η μυρωδιά του χειμώνα.
Όχι της βροχής ή του κρύου αλλά της σόμπας που καίει. Εκείνης της τεράστιας kresky με τα μεγάλο πουρί σαν τζιμινιέρα που το άρωμα της είχε και λίγη εσάνς πετρελαίου. Μα στα ρουθούνια μας μύριζε θαλπωρή! Τούτο το άρωμα μου φέρνει την εικόνα της φλούδας μανταρινιού να σιγοψήνεται στην επιφάνεια της σόμπας. Όλους μας γύρω από την kresky, καθισμένοι με τα πόδια εναλλάξ, μια τ΄αριστερό μια το δεξί να ακουμπούν στα πλαϊνά της και να τσουρουφλίζονται! Αγώνες πλακωτού και πόρτας με τον μπαμπά και βέβαια Χριστούγεννα…

Το πιο τρυφερό άγγιγμα είναι του πατέρα.
Μου φέρνει στον νου, τα χουχουλιάρικα, ατέλειωτα Κυριακάτικα πρωϊνά στο διπλό κρεββάτι ανάμεσα στον μπαμπά και την μαμά, το ράδιο να παίζει Boney M και εγώ τάχα μου να τραγουδώ αγγλικά. Τον μπαμπά να μου χαιδεύει απαλά το σκουλαρίκι του αυτιού και γω να βγάζω φτερά και να πετώ στα ουράνια.

Η πιο έντονη γεύση έχει να κάνει με την θεία Ελένη.
Η θεία Ελένη, η μικρότερη αδελφή της γιαγιάς από τα 12 συνολικά αδέλφια κατοικούσε κάπου στην Νέα Ελβετία σε μια μικρή μονοκατοικία μέσα σε ένα τεράστιο –τουλάχιστον για το μέγεθος μου – κήπο. Το σπίτι στο βάθος του κήπου με ξύλινο εσωτερικό μύριζε αυτή την ιδιαίτερη μούχλα των παλιών βιβλίων. Τα δέντρα αριστερά και δεξιά. Ένα μικρό συντριβανάκι με τυρκουάζ λαδομπογιά στον πάτο και διακοσμημένο με κοχύλια και βότσαλα. Δρομάκια φιδωτά με βότσαλα δεμένα με τσιμέντο, χρωματικές επεμβάσεις πάντα με λαδομπογιά, λουλούδια παντού και μανιτάρια – φωτιστικά. Το κιτς σε όλο του το μεγαλείο!
Τότε, το να πας από Ελληνικό προς Νέα Ελβετία (ψηλά στον Βύρωνα) χωρίς γιώτα χι ισοδυναμούσε με ολοήμερη εκδρομή. Έπρεπε να πάρουμε συνολικά τρία λεωφορεία και μέχρι να φτάσουμε είχε μεσημεριάσει. Ήταν η μόνη ταλαιπωρία για την οποία δεν βαρυγκομούσαμε τα πιτσιρίκια. Πρώτον γιατί θα ξεσαλώναμε στα κοχυλοβοτσαλωτά δρομάκια, δεύτερον γιατί θα ανακαλύπταμε μικρούς θησαυρούς εντός της οικίας και θα ακούγαμε τον θείο «Μυνχάουζεν» να διηγείται ιστορίες τραβηγμένες από τα μαλλιά, και τρίτον και κυριότερον θα τρώγαμε πεϊνιρλί! Το νοστιμότερο και….τεραστιότερο (!) πεϊνιρλί που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου. Τεράστιο σαν βάρκα (το μισό ήταν έξω από το πιάτο), ζουμερό και απίστευτα τυρένιο. Κόβαμε μπουκιά μπουκιά ξεκινώντας από τις γωνίες και τις βουτούσαμε μέσα στο ζουμερό αφράτο τυράκι. Το τραπέζι επάνω είχε μόνο τα πεϊνιρλί. Καμμιά άλλη λιχουδιά. Ότι άλλο ήταν περιττό. Η θεία η Ελένη όμως, κάθε φορά που την ρωτούσαν ποιο ήταν το μυστικό, χαμογελούσε σκανδαλιάρικα (να΄ταν ιδέα μου;) και απαντούσε: τίποτα πούλι μ'! Ότι κάνεις, κάνω!

Ιδού λοιπόν, τι έκανε η θεία Ελένη, που το έκανε η γιαγιά Βασώ, που το κάνει η μαμά Κωνσταντινιά και που το κάνω και γω….

πειραγμένο ποντιακό Πεινιρλί

Για τη ζύμη:

1 κούπα χλιαρό νερό
2 φακελάκια ξηρή μαγιά
1 αυγό (προαιρετικά)
1 φλιτζανάκι γάλα
1/2 φλιτζανάκι ελαιόλαδο
1/2 κουταλάκι αλάτι
Αλεύρι σκληρό όσο πάρει (περίπου 1 κιλό)
Λίγο νισεστέ για το ταψί

Για την γέμιση:

500 γρ κασέρι τριμμένο
150 γρ κεφαλοτύρι ή άλλο αλμυρούτσικο τυρί που λειώνει
Λίγο γάλα
Βούτυρο φυτικό

Ετοιμασία

Ανακατεύουμε καλά όλα τα υλικά της ζύμης με σύρμα εκτός από το αλεύρι το οποίο προσθέτουμε στο τέλος λίγο λίγο.

Ζυμώνουμε μέχρι να έχουμε μια μαλακή ζύμη που δεν κολλά στα χέρια.

Σκεπάζουμε την ζύμη με μια καθαρή πετσέτα και την βάζουμε σε ζεστό μέρος να διπλα-τριπλασιαστεί σε όγκο.

Στη συνέχεια χωρίζουμε την ζύμη σε 4 μπάλες (να γίνουν μεγάλα τα πεϊνιρλί), τις τοποθετούμε σε επιφάνεια αλευρωμένη με νισεστέ και τα αφήνουμε να ξαναφουσκώσουν.

Εν τω μεταξύ αναμιγνύουμε τα τυριά και τους ρίχνουμε λίγο γάλα για να νοτίσουν καλά και να μην ξεραθεί το τυρί όταν θα ψήνεται.

Παίρνουμε μία-μία μπάλα την ανοίγουμε ελαφρά με τα χεριά σε μακρόστενο σχήμα.

Απλώνουμε στην επιφάνεια λίγο λειωμένο βούτυρο, τοποθετούμε στο κέντρο τυρί (να είναι μπόλικο σαν βουναλάκι) και ρίχνουμε λίγο λειωμένο βούτυρο ακόμη.

Στη συνέχεια γυρνάμε από πάνω τις δυο μακρόστενες πλευρές και ενώνουμε τις άκρες (αριστερά και δεξιά) για να μην φύγει η γέμιση. τώρα το πεϊνιρλί μοιάζει σαν βαρκούλα.

Τοποθετούμε κάθε πεϊνιρλί στο αλευρωμένο με νισεστέ ταψί του φούρνου και ψήνουμε στους 180 C για μισή ώρα περίπου στην προτελευταία θέση του φούρνου, δηλαδή λίγο πιο κάτω από την μέση.

Αφού τα βγάλουμε από τον φούρνο, ρίχνουμε πάνω από την γέμιση κομματάκια βούτυρο και σερβίρουμε αμέσως. Κόβουμε μπουκιές από το πεϊνιρλί, το βουτάμε μέσα στη γέμιση με το βούτυρο και απολαμβάνουμε.

Εγκυκλοπαιδικά:
* πεϊνιρλί {εκ του peynir (τυρί) και του li (πίτα)}

* το Αυθεντικό ποντιακό πεϊνιρλί φτιάχνεται μόνο με αλεύρι, νερό, αλάτι, βούτυρο αγελαδινό και τυρί φέτα.

* Το πεϊνιρλί αρχικά ήταν κολατσιό των εργατών και γεωργών για αυτό και συνήθως τα έφτιαχναν σκέτα, χωρίς τυρί και έβαζαν μόνο λίγο βούτυρο. Στη συνέχεια πρόσθεσαν το τυρί και άλλες φορές άβαζαν καβουρμά. Αυτού του είδους οι πίτες ονομάζονταν «γιαγλία». Τα γιαγλία με τυρία ήταν τα πεϊνιρλία, με καβουρμά τα καβουρμαλούγια, με κρεμμύδια τα σαγανλούγια (σογάν στα τούρκικα είναι το κρεμμύδι) .

* άλλες παραλλαγές είναι το Πεινίρ’μπουρέκ και τα πλινία.