Translate

Friday, December 22, 2006

Κεσκέκι με κοσάρα


Η γαλοπούλα, τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες και τόσα άλλα εδέσματα σύγχρονα ήταν άγνωστα στον Πόντο. Αλλά και αρνί, αγελάδα, πρόβατο τα αγόραζαν, δεν είχαν για να σφάξουν. Μόνο κότες (κοσάρες) είχαν, και κότες έσφαζαν. Για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι έκαναν σαρμάδες, ψωμί καλαμποκένιο, τυροκλωστή, μουχτερό (γουρούνι) παστωμένο με γουλία (παραπούλες) και μπόλικο ρακί.
Στρώνανε το γιορτινό τραπέζι κι έπαιρνε καθένας την θέση του. Έπαιρνε ο νοικοκύρης ένα ποτήρι ρακί κι έκανε προσευχή:

« εις το όνομα του Πατρός και του Υιού κι του Αγίου Πνεύματος» και εύχονταν σ’ όλη την οικογένεια «Καλοχρονία, υειάς κι ‘ ευλογίας, και του χρόνου»

Μετά το φαγητό άρχιζε το γλέντι με χορό και κεμεντζέ, και στο τσακίρ κέφι, αρχίζαν οι πιστολιές (μπαλωθιές κατά τους κρητικούς) από όλες τις γειτονιές και γινόταν «Ανάστα ο Κύριος»!

Oρίστε το πιο απλό και ταυτόχρονα γιορτινό χριστουγεννιάτικο φαγάκι..


Κεσκέκι με κοσάρα

- μια μεγάλη κότα αλανιάρα (2 κιλά περίπου)
- 2 φλιτζάνια αποφλοιωμένο σιτάρι ή κορκότο
- 5-6 γεμάτες κουταλιές σούπας φρέσκο αγελαδινό βουτυράκι
- αλατοπίπερο.

Καθαρίσουμε και αλατοπιπερώνουμε την αλανιάρα. Γεμίζουμε τον σορβά της (κοιλιά) με σιταράκι. Την βάζουμε σε νερό με ένα κρεμμύδι στο οποίο έχουμε καρφώσει 2 καρφάκια γαρύφαλλο και το υπόλοιπο σιταράκι γύρω της και συμπληρώνουμε τόσο νερό όσο να την σκεπάσει. Βράζουμε σε σιγανή φωτιά για 4-5 ώρες.

Στo στάδιο όπου η κότα έχει διαλυθεί, αφαιρούμε τα κόκαλα και τα γαρύφαλλα. Καίμε το βούτυρο (αγελαδινό πάντα) και το ρίχνουμε στο μείγμα.
Ανακατεύουμε συνέχεια με ξύλινη κουτάλα μέχρι το φαγητό μας να χυλώσει τόσο που με το σήκωμα της κουτάλας να τραβιέται σαν κλωστή.

Βγάζουμε το κεσκέκι και το σερβίρουμε στην υπέροχη γιορτινή και βαθειά πιατέλα

Το κεσκέκι φτιάχνεται με κάθε πτηνό με ευκολόβραστη σάρκα, το δε ιδανικό πλην της κότας είναι το περιστέρι!..

Το αποφλοιωμένο στάρι το λέμε καντουμά, στη θέση του μπορεί να μπει κορκότο, αποφλοιωμένο, πλυμένο και χοντραλεσμένο στάρι (αλλά όχι πλιγούρι)

Το κεσκέκι φτιαχνόταν εκτός από τα Χριστούγεννα και στο γαμήλιο γλέντι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Αφιερωμένο εξαιρετικά στον Αθήναιο, αντίδωρο και προκαταβολή για το μελλούμενο «σεμινάριο»

Και σ’ όλους ,αγαπημένους και μη, φίλους και εχθρούς,

«Καλοχρονία, υείας κι ‘ ευλογίας, και του χρόνου»

Wednesday, December 20, 2006

‘ποψ’ άγεννεθε κι αύρεν εστάθεν


Έλεγε η μάνα μου, «δεν θα γίνεις μάνα και συ; τότε θα καταλάβεις»
Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω πως γινόταν να βγαίνουμε το πρωί για παιχνίδι κάτω στις αλάνες και στους γύρω δρόμους, να γυρνάμε αργά το μεσημέρι και να μην υπάρχει στο πρόσωπο της ίχνος ανησυχίας. Εκτός πια και μας παρακολουθούσε χωρίς να την υποπτευόμαστε.
Πως γινόταν να βγαίνουμε για τα κάλαντα στις γύρω γειτονιές και να μην τρέμει το φυλοκάρδι της. Κι αν έτρεμε δεν μας τό’δειχνε. Μόνο «πρόσεχε» μας έλεγε και μας σταύρωνε. Είπαμε, άλλες εποχές..
Μάνα πια και γω, τώρα καταλαβαίνω και φοβάμαι πιότερα. Πόσο θά’θελα να ξεπροβόδιζα και τα δικά μου παιδιά να πουν τα κάλαντα, να τα χαρούν, να δουν πέρα από τα δώρα συνώνυμο πια των Χριστουγέννων. Να ζήσουν έθιμα αιώνων. Άγρια η πόλη που εκτός από τον κάθε ένα κίνδυνο που παραμονεύει στην γωνία, έρχονται και οι κλειστές πόρτες των γειτόνων. ‘Αλλους κυριεύει φόβος, άλλους τσιγκουνιά, τσιγκουνιά πνευματική. Τούτη την ατμόσφαιρα μια παρέα καλαντιστών την σπάει και την φέρνει στα σωστά της. Μια παρέα μεσήλικων Ποντίων γλετζέδων που γυρνά όλους τους δρόμους της μικρής μας πόλης, αργά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και σταματά σε κάθε σπίτι Ποντίων. Όλες οι παλιές οικογένειες άλλωστε, γνωστές μεταξύ τους είναι. Όπως τα χρόνια τα παλιά. Μα δεν υπάρχει και σπίτι στις γειτονιές μας, ποντιακό ή μη που να μην ανοίξει πόρτα, να βγουν οι νοικοκύρηδες να καλαντίσουν μαζί. Εξάλλου οι στεντόριες περιπαιχτικές φωνές τους συνοδεία λύρας (κεμεντζέ) και τουλούμ’ ζουρνά (αγγείο) ακούγονται από εκατοντάδες μέτρα μακριά. Και δεν σταματά εκεί τούτη η χαρά, όχι. Σταματά αφού πουν όλα μα όλα τα κάλαντα.
Τα παλιά τα χρόνια, στον Πόντο, οι καλαντιστές (θυμιστάντ’) ότι χρήματα μάζευαν, τα έδιναν στην εκκλησιαστική επιτροπή που προορίζονταν για το σχολείο και τα δίδακτρα των φτωχών και ορφανών παιδιών. Οι σημερινοί δικοί μας θυμιστάντ’ δεν παίρνουν δεκάρα. Καλαντίζουν μόνο για το έθιμο, για την χαρά της γέννησης του Χριστού, για την συνέχιση του εθίμου αφού έτσι όπως πάν τα πράγματα στο τέλος θα ακούμε τα κάλαντα μόνο από πλατινιένο σιντί με ήχους τέκνο και την φωνή λαμπρού τραγουδιστή πίστας.

Κατά τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες η γέννηση του Χριστού εορταζόταν μαζί με τα Θεοφάνεια, εξού και το "Χριστούγεννα πρωτούγεννα
πρώτη γιορτή του χρόνου"

Τον Δ' αιώνα η εορτή χωρίστηκε και οι Πατέρες της Εκκλησίας λαμβάνοντας υπόψιν διάφορα ιστορικά γεγονότα σε σύγκριση με τα κείμενα των Ευαγγελίων καθόρισαν την 25η Δεκεμβρίου σαν ημέρα Γέννησης του Ιησού Χριστού.

Από κείνον περίπου τον καιρό και πριν το γνωστό μας «Καλήν εσπέραν άρχοντες» οι θυμιστάντ’ έψελναν τα παρακάτω παμπάλαια κάλαντα.

Ποψιζ’νή βραδί’, καλό βραδάκι,
‘ποψ’ άγεννεθε κι αύρεν εστάθεν
Τον εγέννησεν η Αϊ Παρθένος
Τον ανέστησεν η Αϊ Μαρία.
Τον επίασαν οι σκυλ’Εβραίοι,
σκυλ’Εβραίοι και μυρ’ Εβραίοι
Τον εκρέμασαν σην Καλαμιώνα,
Καλαμιώνα και σ’αίθρα τόπον
Αμ’αφέντα και μη κοιμάσαι
Κι αν κοιμάσαι, στα ξύπνα σ’ ‘κ’ είσαι.
Ξύπνα σ’ ‘κ’ είσαι σαν το γεράκι
Και ακόνησαν σαν το παιδάκι,
άψον το κερί κ’ έλα σην πόρτα,
έξω στέκουν τα παλληκάρα,
και θυμίζ’νε την αφεντιά σου
θέλουν μήλα και πορτοκάλια

Ομολογώ πως το σκυλ’Εβραίοι ακούγεται ρατσιστικό και ίσως είναι, αλλά είπαμε, άλλοι καιροί προληπτικοί και δυσειδαιμονικοί.

Αργότερα επικράτησαν τα γνωστά Ποντιακά κάλαντα,

Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον
Χα καλή ώρα, καλή σ’ημέρα
Χα καλόν παιδί οψέ γεννέθεν
Τον εγέννησεν η Παναγία
Τον ενέστεσεν Αϊα-Παρθένος
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
Κι εκατέβεν σο σταυροδρόμι
Έρπαξαν Ατόν οι σιήλ Εβραίοι
σιήλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι
Α σ’ακροντικά κι α’σην καρδίαν
αίμαν έσταξεν, χολή κι εφάνθεν.
Ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον,
Μύρον έτον και μυρωδιά.
Εμυρσίστεν ατό ο κόσμος όλον,
Για μυρίστ’ ατό κι εσύ αφέντα
Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρια
Και θημίζνε τον νοικοκύρην,
νοικοκύριν και βασιλέα

και στο τέλος απεύθυναν τις ευχές,
«Ο Θεός να πολυχρόνια τον νοικοκύρ του σπιτί»
«Αμήν!»
«Την νοικοκυρά»
«Αμήν!»
«τον πάππο»
«Αμήν!»
«την καλομάνα»
«Αμήν!»
τ’ αγούρια και τα κορίτσια»
«Αμήν!»

Και τραγουδούσαν,

«Θεία θεία άψον το κερί κι έλα σην πόρτα. Έξω στέκουν τα παλικάρια και θημζουν την αφεντιά σας. Υείας κι ευλογίας και του χρόνου»

Τότε η νοικοκυρά άνοιγε την πόρτα με το αναμμένο κερί στο χέρι και τους υποδεχόταν όλο χαρά.

Οι μεγάλοι όμως κατά ομάδες και με συνοδεία κεμεντζέ έψελναν το Καλήν εσπέραν Άρχοντες, αλλά με άλλον ρυθμό που δυστυχώς δεν μπορώ να αποδώσω από τούτο εδώ τον χώρο. Φανταστείτε μια καθαρά ποντιακή μελωδία και προφορά. Τούτα τα κάλαντα έψελναν οι παπούδες και γιαγιάδες μου και ακόμη ψέλνουν η μητέρα μου με την αδελφή της. Τα τέκνα απολαμβάνουμε καθότι τα γράμματα εύκολα, η προφορά όμως.....

Καλήν εσπέραν άρχοντες
κι ας είναι ορισμός σας
Χριστού την θείαν γέννησιν
να πω στο αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει
οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρει η φύσις όλη .
Εν το σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
Ο Βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι
το «Δόξα εν υψίστης»
και τούτο άξιον εστί,
η των ποιμένων πίστης.
Εκ της Περσίας έρχονται
τρεις μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί
δίχως να λείψει ώρα,
φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ
με πόθον ερωτώσι
που εγεννήθη ο Χριστός
να παν’ να τον εβρώσι.
Δια Χριστόν ως ήκουσεν
ο Βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως ταράχθηκε
κι έγινε θηριώδης.
Ότι πολύ φοβήθηκε
δια την Βασιλείαν
μην του την πάρει ο Χριστός
και χάσει την αξίαν.
Κράζει τους μαγους και ρωτά
που ο Χριστός γεννέθεν.
-εις Βηθλεέμ ηξεύρουμε
πως η γραφή διηγάται.
Τους είπε να υπάγωσι
και όπου τον εβρώσι.
να τον προσκυνήσωσι,
να παν να τον ειπώσι,
όπως υπάγει και αυτός
για να τον προσκυνήσει,
με δόλον ο μισόθεος
για να τον αφανίσει.
Τρέχουν οι μάγοι, τρέχουσι
και τον αστέρα βλέπουν
πως θεϊκός κατέβαινε
και με χαρά προστρέχουν.
Στη Βηθλεέμ επρόφθασαν
βρίσκουν την Θεοτόκο
κ’εκράτα στας αγκάλας της
τον Άγιο της τον τόκο.

Γονατιστοί, την χαιρετούν
και δώρα την χαρίζουν
σμύρνα, χρυσόν και λίβανον.
Θεόν τον ευφημίζουν
Την σμύρναν μεν ως άνθρωπο,
χρυσόν ως Βασιλέα.
Αφού τον προσκυνήσανε
κι ευθύς πάλι γυρίσουν
και τον Ηρώδη μελετούν
να πάνε να τον έβρουν.
Πλην άγγελος εξ ουρανού
Βγαίνει τους εμποδίζει ,
άλλη οδό να πορεύουν,
αυτός τους διορίζει.
Και πάλι άλλος άγγελος
τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτο να πορευθούν,
εκεί να ησυχάζει.
Να πάρει και την Μαριάμ
ομού με τον υιό της
γιατ’ ο Ηρώδης του ζητεί
τον τόκο τον δικό της.
Μη βλέποντας ο Βασιλέας
τους μάγους να γυρίζουν
στη Βηθλεέμ διέταξε
παιδιά να μην αφήσουν.
Όσα παιδιά ν’έβρωσι
δύο χρονώ και κάτω
όλα να τα περάσωσι
ευθύς απ’τα σπαθιά των
Χιλιάδες δεκατέσσερα
σφάζουνε μίαν μέρα
κλαυθμό, θρήνο κι οδυρμό
είχε κάθε μητέρα,
και επληρώθη το ρηθέν
Προφητού Ησαίου,
μετά των άλλων προφητών
και του Ιερεμίου.

Ιδού και που σας είπομεν
όλην την υμνωδία
του Ιησού μας του Χριστού
γέννησιν την Αγίαν.
Και σας καληνυχτίζουμε,
πέσατε κοιμηθείτε
ολίγον ύπνο πάρετε
κ’ευθύς να σηκωθείτε
εβάλλετε τα ρούχα σας
έμορφα ντυθείτε
στην εκκλησία τρέξατε
με προθυμία μπείτε
ν’ ακούσειτε μ’ευλάβγεια
την θείαν λειτουργίαν
κι ευθύς άμα γυρίζετε
εις το αρχοντικό σας
ευθύς τραπέζι στρώσατε,
βάλτε το φαγητό σας.
και το σταυρό σας κάνετε,
γευθείτε, ευφρανθείτε
δώστε και κανενός φτωχού
όπου τα υστερείται
Και ο Χριστός μας πάντοτε
να είναι βοηθός σας
χρόνους πολλούς να ζήσετε
να είστ’ ευτυχισμένοι

Και στη συνέχεια,
«Άρχοντας, πολλάρχοντας, ο Θεός να πολυχρονίζ’ τον οικοκύριν του σπιτί’. Αμήν. Και την οικοδέσποινα...αμήν. Και τα τέκνα της...αμήν»

«Καλαμιώρα, Καλαμιώρα μ’
άψον το κερί σ’
κι έλα σην πόρτα σ’
εξ’ που στέκουν τα παλληκάρα
και θυμίζουν την αφεντιά σας
Ανά-αφέντα μ’ και μη κοιμάσαι
κι αν κοιμάσαι
στα ξύπνια σ’ εβρισκάσαι
Υιός και χαράς,
και τα παιδία
θέλουν μήλα και λεφτοκάρα»

Και εις έτη πολλά.....

Tuesday, December 19, 2006

Μικρα θαυματα της καθημερινοτητας μας


Χθες έχασα το πορτοφολάκι μου. Το λαβότ. Μου έπεσε μέσα στο ταξί πηγαίνοντας στην γιατρό με τον μικρό.
Είχα αφήσει μέσα 60 ευρώπουλα, δεν χρειαζόμουν παραπάνω. Ένοιωσα τόσο ηλίθια που μου έπεσε από τα χέρια χωρίς να το καταλάβω που νόμιζα ότι θα εκραγώ από την βλακεία μου.
Και καλά, η γιατρός δικός μας άνθρωπος, που όχι μόνο δεν την πλήρωσα αλλά με το ζόρι μου έδωσε και 10 ευρώ για να γυρίσω πίσω! Διότι πως θα ολοκληρωνόταν η απίστευτη εκείνη ημέρα αν δεν έμενε το κινητό από μπαταρία; Έχασα και το πορτοφολάκι, ορίστε, τρίτωσε που λένε οι προληπτικοί το κακό...
Επέστρεψα παρηγορώντας με πως τουλάχιστον δεν είχα αφήσει και τα άλλα χρήματα μέσα (ως συνήθως).
Κατά τις 12 το βράδυ, χτυπά το κινητό μου που φορτιζόταν επιτέλους. Νούμερο άγνωστο.

- Παρακαλώ
- Χαίρεται.
- Χαίρεται, ποιος είναι;
- Χάσατε κάτι;
-Το πορτοφόλι μου, απάντησα σαστισμένη. Ένα κόκκινο πορτοφολάκι. Είστε ο ταξιτζής;
- Ναι
- Είμαι η κυρία με το παιδάκι που κατέβηκα στο πλαζα
- Που μενετε; θα είμαι εκεί σε 3 λεπτά

Χρειάστηκα κανα 2λεπτό να κλείσω το ορθάνοιχτο στόμα μου, και έστειλα το στεφάνι μου να με παρακολουθεί από την τζαμαρία γιατί, ξέρω γω; Πολλά γίνονται..
Βγαίνω με την ομπρέλλα μέσα στην βροχή, και πάω προς το ταξί. Μόλις τον είδα τον ξαναθυμήθηκα. Μου είχε κάνει εντύπωση η φυσιογνωμία του. Φάτσα 'ζαράκια'! Ιδού πως τα φαινόμενα απατούν.
Μου δίνει το πορτοφόλι.

- Πως με βρήκατε; Δεν έχω μέσα κάτι συγκεκριμένο.
- Είμαι ντετέκτιβ, μου απαντά με χαμόγελο Τζοκόντας και συνεχίζει..
- Έχετε μέσα μια απόδειξη από καθαριστήριο όπου φαίνονται μόνο τα τρία πρώτα γράμματα ενός ονόματος
Και από ένα καρτελάκι με διάφορα ονόματα και τηλέφωνα το ταίριαξα και σας βρήκα (ένα καρτελάκι με τα ονόματα και τηλέφωνα των συναδέλφων που έχω για παν ενδεχόμενο)

Απίστευτο!
Αυτός ο άνθρωπος, βρήκε ένα πορτοφόλι ή ακόμη πιο απίστευτο (άν υπάρχει τέτοιος όρος) ένας επιβάτης που του το παρέδωσε και έκανε τόσο ψάξιμο για ένα πορτοφολάκι που είχε μέσα 60 ευρώ. Και όχι μόνο με βρήκε αλλά μου το έφερε και στην πόρτα μου!

Τελικά η μέρα μου τελείωσε αναπάντεχα όμορφα και σίγουρα αισιόδοξα για το ανθρώπινο είδος.

Είθε να αναγνωρίζουμε τα μικρά θαύματα της καθημερινότητας μας!

Friday, December 15, 2006

Μελένια Χριστούγεννα

Κι αφού οι δρόμοι, τα μπαλκόνια, οι γλάστρες και οι ταράτσες στολίστηκαν με πολύχρωμα λαμπιόνια σε πείσμα των ξέχυλων σκουπιδοντενεκέδων και βρωμερών πεζοδρομίων, κι αφού η τιμή της γαλοπούλας συναγωνίζεται τον δείκτη nikkei, τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες φιγουράρουν στις βιτρίνες ζαχαροπλαστείων, φούρνων, Σ/Μ, ίσως και περιπτέρων (κάπου έπεσε το μάτι μου!), αφού έδωσα σκληρή μάχη με το μικρό χελωνονιτζάκι μου να μην κάνουμε την βεράντα μας τσίρκο Μεντράνο, συμβιβάστηκα με μια μικρή κούκλα Άη Βασίλη (Άγιε μου συχώρα την ανέδεια μας) σε φωτεινή σκάλα, πήρα τον 13ο μισθό μου αγκαλιά με την άδεια μου και με είδαν επιτέλους τα παιδιά μου και το σπίτι μου!
Έστρωσα στο τέλος τέλος τα χαλάκια μου (μπας και μείνουν καθαρά μέχρι τα Χριστούγεννα), στολίσαμε το artistic χριστουγεννιάτικο δέντρο μας, και είπαμε να μην ντεμπελιάσουμε, αλλά να προσπαθήσουμε να χαρούμε τις γιορτές με όλο μας το είναι, δηλαδή απλά κι ανθρώπινα.
Χριστούγεννα λοιπόν χωρίς μελομακάρονα δεν γίνονται, αλλά όχι με αγοραστά σε τρέντι συσκευασία, έτσι για το έθιμο. Αλλά μελομακάρονα σπιτικά και μυρωδάτα. Μελομακάρονα παραδοσιακά αναντάμ παπαντάμ. Γιατί άμα δεν μυρίσει το σπιτικό σου κανέλα και γαρύφαλλο, δεν κουραστείς και ιδρώσεις για να προσφέρεις στους αγαπημένους σου αυτό που έφτιαξες με αγάπη (κι ας σου άρπαξε λίγο στον πάτο) πως θα δεις την γιαγιά σου ολοζώντανη με την μαύρη μαντήλα να πλάθετε την ζύμη και να κάνετε "σουτζούκια". Τι αναμνήσεις θα έχουν τα δικά σου παιδιά από τα παιδικά τους Χριστούγεννα; Το πρώτο τους playstation3 που πήραν για Χριστουγεννιάτικο δώρο στα εφτά τους χρόνια; Καλό κι αυτό αλλά συγκρίνεται με την γεύση και το άρωμα της γιορτής;

Η συνταγή που παραθέτω είναι για τα περίφημα Σμυρνέϊκα ισλί. Τα γεμιστά μελομακάρονα με καρύδι και μπαχαρικά. έστω και με αναπροσαρμογή. Και για την αισθητική παραθέτω το χειρόγραφο, κιτρινιασμένο και λερωμένο. Αληθινό δηλαδή!

Ισλί μελομακάρονα



Ας μελώσουμε τα Χριστούγεννα με μελομακάρονα και στην συνέχεια ας τα χιονίσουμε με κουραμπιέδες!

Thursday, December 14, 2006

Μια φορα και ενα.... μπαζαρ!


Επίλογος ενός θαύματος:

"Στην έσχατη κρίση δεν θα ρωτηθώ πόσες θρησκευτικές διαλέξεις παρακολούθησα, πόσες μετάνοιες έκανα κατά την διάρκεια των προσευχών μου, πόσο αυστηρά νήστεψα.
Μα θα ρωτηθώ: Έδωσα τροφή στους πεινασμένους, ρούχα στους γυμνούς, φρόντισα τους άρρωστους, επισκέφτηκα τους φυλακισμένους; Αυτά είναι όλα που θα ρωτηθώ. Ο δρόμος για τον Θεό βρίσκεται μέσα από την αγάπη για τους άλλους ανθρώπους και δεν υπάρχει κανένας άλλος δρόμος"

Saturday, November 04, 2006

Κρύο και κανέλλα


Φθινοπώριασε για τα καλά, σήμερα μάλιστα χειμώνιασε καλά καλά.
Η γη (έστω τα παρτέρια βρε αδελφέ) ποτισμένα από την βροχή, ο αέρας κρύος και καθαρός, τα φυλλώματα καλά πλυμένα αστράφτουν κάτω από τον ήλιο που'βγαλε τα δόντια του , ανάψανε τα τζάκια και τα καλοριφέρια κι ο αέρας μυρίζει ανάκατα σόμπα και ....Πάσχα ! Οι νερατζιές ξανάνθισαν και με αποσυντόνισαν, ξαφνικά ένοιωσα μια παράλογη κούραση . Λες και μπήκα σε μια μηχανή του χρόνου και "έτρεξα" πέντε μήνες μπροστά. Κι όλα αυτά μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, εξαιτίας κάποιας νερατζιάς κι ενός τρελού νυχτολούλουδου που ξεγελάστηκε από την καλοκαιρία κι είπε να ξανανθίσει.
Τελικά όλα θέλουν τον χρόνο τους και την σειρά τους. Όπως και η γεύση. Ο κολιός τον Αύγουστο και η κανέλα τον χειμώνα. Ζεστή κανελομένη μηλόπιτα, κανελάδα, καφές καυτός πασπαλισμένος με κανελα, αρωματικό ρυζόγαλο....

Βάζω χοντρές μάλλινες κάλτσες, φουλάρω το τζάκι, κάθομαι οκλαδόν στην μεγάλη μαξιλάρα κι ανοίγω το πολύτιμο τεφτέρι της γιαγιάς Βασώς.

Κανελλομένο ρυζόγαλο με πορτοκάλι

1 λίτρο γάλα πλήρες
2 φλυτζανάκια του καφέ ρύζι γλασσέ
5 κουταλιές της σούπας ζάχαρη
1 κουταλιά του γλυκού νισεστέ

Βάζω το ρύζι (χωρίς να το πλύνω) σε ένα κατσαρολάκι με ένα δάκτυλο νερό.
Φουλάρω την φωτιά και όταν πάρει βράση (κανά 5λεπτο μετά) ρίχνω το γάλα.
Ανακατεύω, χαμηλώνω την φωτιά στο ενάμισυ και αφήνω να ψηθεί το ρυζάκι στο γάλα για κανα μισάωρο με τρία τέταρτα. Ανακατεύω τακτικά.
Ένα τέταρτο πριν το τέλος προσθέτω την ζάχαρη. Πριν αποσύρω από την φωτιά ρίχνω και τον νισεστέ διαλυμένο σε λίγο νεράκι.

Έτσι καυτό όπως είναι, γεμίζω μικρά πορσελάνινα χρωματιστά μπωλάκια -σιέλ και βεραμάν - κι αφήνω να κρυώσει το ρυζογαλάκι και να πήξει καλά. Πασπαλίζω με κανέλα και τριμμένη φλούδα πορτοκαλιού. Καμμιά φορά ρίχνω την τριμμένη φλούδα μέσα στο ρυζόγαλο μαζί με την ζάχαρη για νά'ναι η γεύση του πορτοκαλιού ακόμα πιο έντονη.

Παίρνω το βιβλίο μου στο ένα χέρι, το ρυζογαλάκι μου στο άλλο και στρώνομαι μπροστά στο αναμένο τζάκι με έναν αχνιστό καφέ στην καυτή του ποδιά.

Επιτέλους, μύρισε κρύο, κανέλλα και χειμώνας...

Thursday, November 02, 2006

καινούργιο ντεπιεδάκι

το φθινόπωρο ήρθε
τα σχολεία -εν τέλει- άνοιξαν
τα καινούργια βιβλία ντύθηκαν με κολλαριστή ζελατίνα και από τις καινούργιες τους κατακόκκινες κασετίνες, δανείστηκα λίγα μολυβάκια για το νέο μου ντεπιεδάκι.
Σχέση με τ' αστέρια και τα πεφταστέρια ουδεμία. Αλλά σαν μαμά, αλλάζω με τα παιδιά μου και παλιμπαιδίζω (όσο με παίρνει). Εξάλλου το χαρτί και το μολύβι ταιριάζει στα γραπτά μου τα πολύπαθα.
Καλό χειμώνα πια και ......επιστρέφω οσονούπω !

Tuesday, July 11, 2006

ωραίος γάμος γένηκε σ'ολάνθιστο περ'βόλι


στης Αίγινας την Παναγιά
σε δροσερό ακρογιάλι,

την ώρα που ο ήλιος έδυε
κι έλουζε τα μαλλιά τους,

μιαν ευχή εκάμανε
νά΄ναι μαζί για πάντα,

νά'ναι ο Θεός τους βοηθός
να τους βλογεί για πάντα.

Ο ήλιος εβασίλεψε
εβγήκε το φεγγάρι,

μεμιάς αγκαλιαστήκανε
φωτίστηκαν ολούθε,

γλέντι μεγάλο αρχίνησε
κι ακόμα τραγουδούμε !

Monday, June 05, 2006

Σύκα αυγουστιάτικα

Καλοκαίριασε. Τέλεια. Ραντάκι, σορτσάκι, πεδιλάκι, καφεδάκι και μεζέ στην βεράντα επί καθημερινής βάσεως. Απογευματινές ποδηλατάδες στις γειτονιές, αρμύρα, ούζο, ηλιοβασίλεμα.

Δεν με συγκινεί το καλοκαίρι για την ζέστη βέβαια, ούτε για τη θάλασσα τόσο, εγώ είμαι του βουνού παιδί, αλλά για τα φρούτα τα καλοκαιρινά. Κεράσια χάντρες, καρπούζια δροσερά, πεπόνια γλυκά, κορόμηλα ξυνούτσικα, ροδάκινα , γιαρμάδες, βερύκοκα βελούδινα, νεκταρίνια ζουμερά, σταφύλια μεστά και πάνω από όλα....σύκα. Σύκα μελένια. Μικρά, μεγάλα, πράσινα, μαύρα, βασιλικά και μη. Σύκα αυγουστιάτικα !

Ένα πανεράκι μαύρα γλυκύτατα σύκα, μαζεμένα από την δική μας συκιά εν Αιγίνης είναι το καλύτερο πρωινό. Είναι μελωμένα, μα πιο νόστιμα αν τα μαζέψεις μοναχός σου, με γυμνά χέρια και μπράτσα αψηφώντας το γαλακτώδες υγρό τους και τα σκληρά άγρια φύλλα τους. Γιατί η συκιά μας έχει μαύρα σύκα αλλά όχι βασιλικά. Είναι μικρά, γλυκά, στάζουν μέλι και το φύλλωμα της είναι άγριο και σκληρό σαν γυαλόχαρτο. Πολύ καλό αυτό, λέει η μαμά Κωνσταντινιά, γιατί την προστατεύουν από τις αρρώστιες.

Κάποτε, τα αυγουστιάτικα σύκα τα μάζευε μόνο ο πατέρας μου, ήταν μια από τις αγαπημένες του ασχολίες και το πιο αγαπημένο του φρούτο. Τα δέντρα τα είχε φυτέψει ο ίδιος, τα περιποιόταν ο ίδιος και εκείνος πάλι μάζευε τους πολύτιμους καρπούς κάθε πρωί για το πρωϊνό όλων μας, συνοδία ψωμιού, τυριού και καφέ.. Ότι περίσσευε γινόταν και ακόμη γίνεται ρετσέλι. Τώρα, η σκυτάλη είναι στα δικά μας χέρια και κάθε φορά που μαζεύω σύκα εκτός των άλλων θυμάμαι και πόσο προνοητικός και προσεκτικός άνθρωπος ήταν. Φορούσε πάντα ένα πουκάμισο με μακριά μανίκια και γάντια για να προστατέψει τα χέρια και τα μπράτσα από τον γαλακτώδη χυμό τωνφρούτων και το άγριο φύλλωμα. Δεν του μοιάζω...κάθε φορά όρμώ ανυπόμονα και με λαχτάρα να συλλέξω τους μελωμένους καρπούς και όπως είναι φυσικό κάθε φορά καταλήγω να τους απολαμβάνω με χέρια άσπρα από το τάλκ. Χαλάλι!!

Ο Αιγινήτικος τόπος φημίζεται όχι μόνο για τα κανάτια (που τα γνήσια δεν τα βρίσκεις πια) και τα φυστίκια αλλά και για τις πολλές πάμπολλες συκιές και φραγκοσυκιές. Μια από αυτές ζει και βασιλεύει σε μια γωνιά του κήπου μας. Την ποτίζουμε,την φροντίζουμε και όλο λέω να φτιάξω μια μαρμελάδα με τους καρπούς της και όλο λόγια είμαι.

Προς το παρόν, φτιάχνουμε ρετσέλι. Το σύκο, εμείς οι Πόντιοι το κάνουμε ρετσέλι. Δεν είναι γλυκό του κουταλιού μα κι ούτε μαρμελάδα. Είναι κάτι άλλο, κάτι μοναδικό. Για το γλυκό του κουταλιού χρειάζεσαι άγουρα συκαλάκια. Για την μαρμελάδα ώριμα και λειωμένα. Στο βασιλικό όμως «ποντιακό» ρετσέλι, τα σύκα τα θέλουμε ώριμα και ολόκληρα. Με το κοτσανάκι τους για να μην διαλυθούν.
Τρώγεται και σκέτο (σαν γλυκό κουταλιού), αλλά είναι "άπαιχτο" πάνω σε παχιά φέτα χωριάτικου ψωμιού με λίγο βουτυράκι. Την Σαρακοστή χωρίς βούτυρο είναι το καλύτερο πρωινό.

Ιδού και η παραδοσιακή συνταγή της μαμάς Κωνσταντινιάς. Είπαμε, της μαμάς της, της γιαγιά της και όλο προς τα βάθη των χρόνων.

Η απλότητα της γεύσης σε όλο της το μεγαλείο.....


Ρετσέλι

Υλικά

2 κιλά ώριμα σύκα ολόκληρα με το κοτσάνι τους πολύ καλά πλυμένα
1 κιλό ζάχαρη
2-3 ποτήρια νερό

Ετοιμασία

Σε μία μεγάλη κατσαρόλα βάζουμε το νερό με την ζάχαρη, να βράσει σε σιγανή φωτιά ώσπου να λειώσει η ζάχαρη και να γίνει σιρόπι.

Αφήνουμε το σιρόπι να πάρει 1-2 βράσεις και ρίχνουμε τα σύκα.

Τα αφήνουμε σε σιγανή φωτιά έως ότου μαραθούν.

Κάπου-κάπου ανακατεύουμε και ξαφρίζουμε εάν κάνει αφρό.

Χρειάζεται περίπου 1 - 1/2 ώρα γιατί το σύκο είναι ολόκληρο και βγάζει και αυτό το δικό του νεράκι.

Για να είμαστε σίγουροι ότι το σιρόπι έχει δέσει καλά, ρίχνουμε μία σταγόνα πάνω στο νύχι μας, εάν δεν απλώσει η σταγόνα το σιρόπι είναι έτοιμο.

Το αφήνουμε στην κατσαρόλα ώσπου να κρυώσει. (Εάν δηλαδή το φτιάξαμε το απόγευμα θα το αφήσουμε έως το πρωί.) και γεμίζουμε βάζα τα οποία έχουμε πλύνει και σκουπίσει πολύ καλά. Σκεπάζουμε τον λαιμό του βάζου με ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο και κλείνουμε με το καπάκι ερμητικά.

Τα βάζα δεν χρειάζεται να είναι αποστειρωμένα εάν το σιρόπι είναι καλά δεμένο.Εναλλακτικά - καλού κακού - μπορούμε να τα διατηρήσουμε στο ψυγείο. Διατηρούνται για πάρα πολύ καιρό.

Καλή πετυχεσιά!

Wednesday, May 24, 2006

Τα καλύτερα κανάτια είναι τα Αιγινήτικα



Η Αίγινα φημίζεται για πολλά, κυρίως για το μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, τα φιστίκια και.... τα κανάτια!

Για ‘μένα που δεν εργάζομαι στο νησί για να εξαρτώμαι οικονομικά από αυτό, με αναπαύει εγωϊστικά το να μην γνωρίζουν πολλοί τις χάρες της. Είναι όμορφη, δροσερή, ακόμα ξέγνοιαστη, πευκόφυτη από την μια, γεμάτη φιστικιές (ευτυχώς) ή μόνο πέτρες και βράχια από την άλλη. Με τα νεοκλασικά της στη χώρα, την μεσαιωνική πόλη, τα μοναστήρια της, τις υπέροχες θάλασσες της, το φαλακρό ενεργό ηφαίστειο της, τα ψαροχώρια , τα καλά κρυμμένα μαγευτικά ορεινά χωριουδάκια, τα ξωκλήσια, την ιστορία της... Απολαμβάνω κάθε μέρος της , κάθε πεζούλα, κάθε αμμουδιά, μα και κάθε λιχουδιά της. Αποφεύγω τις προσωπικές αναμνήσεις και τρέχω στο παρόν χωρίζοντας το σε εποχές.



Καλοκαίρι...
δεν έχει να ζηλέψει τίποτα και από κανέναν. Αμμουδιά θες; Βράχια; Βαθιά μα καταπράσινα νερά; απόμερες ακρογιαλιές και μέρη για ψαροντούφεκο; Διαλέγεις και παίρνεις. Όλα είναι κοντά σου μα και όσο πρέπει μακριά σου. Θες βουνό και θάλασσα; Να μένεις στο πευκόφυτο βουνό και να αγναντεύεις τον Σαρωνικό και το ηλιοβασίλεμα από την βεράντα σου; Τό’χεις! Θες ησυχία; Θες φασαρία; Όπου και αν έχω πάει καλοκαιρινές διακοπές, πάντα οι τελευταίες τουλάχιστον ημέρες είναι αφιερωμένες στην Αίγινα. Για να ολοκληρωθεί τέλεια ο κύκλος.

Με περιπάτους ελάχιστων χιλιομέτρων στα γύρω ξωκλήσια, να ανάψουμε κεράκι προσφορά σε όσους πάσχουν σωματικά και πνευματικά και σε όσους έχουν περισσότερη ανάγκη. Με την ευκαιρία μαζεύουμε και τα πεσμένα ξερά κουκουνάρια για το τζάκι του χειμώνα.


Με «εξερευνήσεις» στα ορεινά του νησιού και τις εγκαταλειμμένες αγροικίες, με πεζοπορίες στην κορφή των βουνιών μέσα από τις δασωμένες τους πλαγιές ή τις ξερές και κακοτράχαλες. Σουλατσάροντας στα δρομάκια της χώρας και ψωνίζοντας από τους ντόπιους παραγωγούς φρέσκα προϊόντα μαζεμένα το ίδιο πρωί από τα μποστάνια τους αλλά και γερεμέζι, φρέσκο γάλα, θυμαρίσιο μέλι...
Πίνοντας καφεδάκι μα ακριβώς πάνω στην θάλασσα χαζεύοντας τη Μονή απέναντι από την Πέρδικα. Απολαμβάνοντας υπέροχες γεύσεις στο Ανίτσαιο, στους Άλωνες, ψηλά στη δασωμένη πλαγιά της Αγια Μαρίνας. Περιδιαβαίνοντας στα κυριολεκτικά στενά σοκάκια της μοναδικής Παχιάς Ράχης....

Το καλοκαίρι διακόπτεται σχεδόν πάντα απότομα , με μια μπόρα. Υπέροχα, ήρθε το φθινόπωρο! Με τα πρωτοβρόχια μια υπέροχη μυρωδιά αναδύεται από τη γη, την κιμιλένια. Αυτή τη γη που το άλλοτε πολύτιμο χώμα της συντηρούσε τις μισές οικογένειες του νησιού. Κάθε σπίτι και ένας φούρνος, κάθε φούρνος και ένα εργαστήριο κανατιών. Αυτό το χώμα που τώρα είναι σαν «καταραμένο» γιατί τίποτα δεν μπορεί να καρποφορήσει πέρα από θυμάρια και κάππαρη. Τα πεύκα μοσχοβολούν καθώς η βροχή τα ξεπλένει, τα καθαρίζει και τα κάνει να μοιάζουν πιο πράσινα από ποτέ! Μια γλυκιά μελαγχολία σε κατακλύζει και είναι αυτή η πιο κατάλληλη στιγμή για να καθίσεις πίσω από το μισάνοιχτο τζάμι και να απολαύσεις ένα ζεστό καφέ χαζεύοντας την βροχή καθώς ο υγρός καιρός σε χτυπά στο πρόσωπο και σε «ξυπνά», σε αναζωογονεί. Η αντιθέτως να βυθιστείς περισσότερο και να χαλαρώσεις με ένα καλό ανάγνωσμα ή και με το γράψιμο ακόμα.

Καιρός να μαζέψουμε τα ξύλα για τον χειμώνα και να στρώσουμε τα κιλίμια. Εδώ, δεν χρειαζόμαστε πολύτιμα χαλιά, εδώ μπαινοβγαίνουμε με τα ξύλα για το τζάκι ανα χείρας. Εδώ απλώνουμε τις αρίδες μας μπροστά στο τζάκι και τρώμε απίστευτες ποσότητες φιστικιών. Εδώ ψήνουμε κρεμμύδια και μανιτάρια, πατάτες και ψωμάκι χωριάτικο. Δεν είναι αυτό το τζάκι για περσικά χαλιά, αλλά για απολαυστικά χειμωνιάτικα πρωινά και χαλαρά μισοφωτισμένα βραδάκια. Για να φιλέψουμε φίλους και καμιά φορά να κοιμηθούμε στρωματσάδα με το λιγοστό φως από τα καρβουνιασμένα ξύλα να μας νανουρίζει.. Κρύο, υγρασία, υπερβολικά καθαρός αέρας, μα η εικόνα σχεδόν ίδια με του φθινοπώρου μόνο που τώρα δεν έχει αίσθηση μελαγχολική αλλά χουχουλιάρικη.

Μακρύς ο χειμώνας, ήσυχο το νησί από τους εποχιακούς παραθεριστές. Ότι πρέπει για ηρεμία και αυτοσυγκέντρωση, υπερβολική ίσως, αλλά Παρασκευή απόγευμα βρέξει-χιονίσει τα καράβια γεμάτα φτάνουν στο νησί. Να ανοίξουν τα σπίτια, να ιδωθούν οι γείτονες, να ηρεμίσουν από την αγχωτική εβδομάδα. Να ανάψουν οι χωριάτικοι φούρνοι να ψήσουν χωριάτικο ψωμάκι και κυριακάτικο ψητό. Να ξεχυθούν στα χωράφια για άγρια χόρτα, ραδίκια, ρόκες, καυκαλήθρες, αγριομάρουλα και ζοχούς. Να πάνε Σαββάτο απόγευμα για ένα ζεστό καφέ και γαλακτομπούρεκο στη χώρα και το βράδυ όπου θέλει η παρέα.


Κυριακή πρωί για προσκύνημα και ευλογία στον Άγιο Νεκτάριο, στην Παναγιά Χρυσολεόντισσα, στον Άγιο Μηνά .. Μέχρι να ζεστάνει ο καιρός και σιγά σιγά να έρθει η άνοιξη.. . να μπουμπουκιάσουν τα δεντράκια, να πρασινίσει η γη, να βγουν τα πρώτα γεννήματα στα χωράφια... να ξεμυτίσουν τα σαλιγκάρια... να ευωδιάσει ο αέρας από τα πολλά αρώματα, να χορτάσουν τα μάτια από τα πολύχρωμα χωράφια, τους λουλουδιαστούς κήπους. Να φορέσουμε κοντομάνικο και καπέλο και να ανεβούμε στα εκκλησάκια, στην παλιά χώρα. Να περιδιαβούμε στα στενά μονοπάτια, να μπούμε στα λίγα όρθια εκκλησάκια, να προσκυνήσουμε και να φανταστούμε τον μεσαίωνα και την τρομερή εποχή του Μπαρμπαρόσα. Όπου τρακόσες εξηνταπέντε εκκλησιές ήταν κάποτε στον μικρό λόφο. Λένε μάλιστα πως είχε και άλλα τόσα σπίτια, κάθε σπίτι είχε και το εκκλησάκι του, κάθε εκκλησάκι με τις πολεμίστρες ακόμη και μέσα στο ιερό, να ρίχνει μια ματιά την ώρα της Θείας λειτουργίας ο παπάς. Μα και με μικρές κρυψώνες για τα παιδιά και τα κειμήλια. Στα μέσα της ανηφοριάς, η επισκοπή όπου λειτούργησε ο Άγιος Διονύσιος. Κάτω από τα λίγα και μοναδικά δεντράκια του λόφου που σκιάζουν την επισκοπή, μπορούμε να δούμε με τα μάτια της φαντασίας μας τους πιστούς να κάθονται ένα γύρω από την εξώπορτα της εκκλησιάς και να ακούν με προσοχή τον Άγιο καθισμένο στο μικρό βραχάκι που τους μιλά για τόσα και τόσα όμορφα πράγματα.
Γυρνώντας αριστερά το κεφάλι, κάτω χαμηλά το μοναστήρι του Άγιου Νεκτάριου και πιο πίσω η νέα μεγάλη εκκλησιά, όπου πολύ μελάνι έχει χυθεί και πολύ περισσότερη γκρίνια έχει ζαλίσει το μυαλό μας για το χτίσιμο της και τα έξοδα της. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, ας την αφήσουμε για τους περίεργους και ας συνεχίσουμε την ανηφοριά στην κορυφή του λόφου με την εκκλησιά με τα δυο ιερά, τον Άγιο Δημήτριο και τον Άγιο Γεώργιο. Δεν χρειάζεται να αναφέρω την περίοδο των Χριστουγέννων ή του Πάσχα.

Δεν υπάρχει τόπος, μέρος και γωνιά που να μην ομορφαίνει και να ευωδιάζει, πόσο μάλλον η Αίγινα. Ένα νησί που είναι τόσο κοντά αλλά και όσο πρέπει μακριά, με τα δάση του, τα φιστίκια και κάππαρη του, τα παντού φυτρωμένα θυμάρια, τους λίγους εναπομείναντες κεραμοποιούς, τα αμαξάκια με τα άλογα, την όμορφη χώρα με τα νεοκλασικά και τα ορεινά γραφικά χωριά , το μοναδικό , τα αρχαία της μνημεία –την Αφαία, τον ναό του Ελλάνιου Διός στη κορυφή του πιο ψηλού βουνιού, την κολόνα - τις φραγκοσυκιές, τις συκιές και το γερεμέζι που το φτιάχνουν τώρα πια ελάχιστοι.

Και για να μην σας αφήσω ορεξάτους, όσοι πιστοί στις παραδόσεις, στα αγνά προϊόντα και την προσωπική προσπάθεια, έψαξα, ρώτησα και έμαθα από μια γλυκύτατη μοναχή πως το φτιάχνουν αυτό το γερεμέζι.

Φροντίζουμε για φρέσκο κατσικίσιο γάλα που το πήζουμε λίγο το βραδάκι με δυο κουταλιές έτοιμο γερεμέζι για την ζύμωση ή στην χειρότερη με απλό πλήρες γιαουρτάκι, αυτό στο πήλινο με την πέτσα. Αν είναι καλοκαίρι ρίχνουμε λίγο αλατάκι να μην παραξινίσει. Το πρωί πια, αφού έχει μισοπήξει, το παίρνουμε και το βάζουμε σε ένα σφιχτό τουλπάνι ή πάνινη σακούλα. Το κλείνουμε και το κρεμάμε όξω σε κανά δέντρο. Τα ζουμιά τρέχουν, θα χάσει πολλά. Την άλλη μέρα προσθέτουμε τόσο γιαούρτι όσο να ξαναγεμίσει η σακούλα. Αυτό επαναλαμβάνεται μέχρι η σακούλα να μένει γεμάτη. Δεν χρειάζεται πολύ στον αέρα, 3-4 μέρες. Το προϊόν που θα πάρουμε τέλος θα είναι ένα μαλακό, κρεμώδες τυράκι, σαν την κοπανιστή ένα πράγμα αλλά κατάλευκο. Η γεύση του είναι υπόξινη στην αρχή και γλυκαίνει στο τέλος σαν γλυκιά μυζήθρα. Είναι ολόπαχο αλλά ανάλατο. Τέλειο πάνω σε μια φέτα φρέσκο ψωμάκι ή κριθαρένιο παξιμάδι. Κάποτε το διατηρούσαν σε πήλινο Αιγινήτικο κιούπι, τώρα στο ψυγείο αφού περιχύσουμε με ελαιόλαδο την επιφάνεια του, γιατί το γερεμέζι είναι ευαίσθητο. Όσο καλά διατηρείτο στο κιμιλένιο κιούπι άλλο τόσο χαλάει μέσα στο ψυγείο αν δεν το σκεπάζει προστατευτικά το λαδάκι.

Όπως αντιλαμβάνεστε την λατρεύω την Αίγινα και ας μην έχει αρκετό νερό και ας τρέχουμε κάθε λίγο και λιγάκι στην πηγή για ανεφοδιασμό....και ας μην είναι καν ο γενετήσιος τόπος μου.

φωτό από εδώ, και εδώ και δυστυχώς ούτε μια με κανάτι

Wednesday, May 17, 2006

19η Μαίου - Ημέρα μνήμης της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού

Με απόλυτο σεβασμό στα θύματα κάθε γενοκτονίας απανταχού της γης, επιτρέψτε μου λίγες γραμμές σαν φόρο τιμής στις ζωές που υπέφεραν, χάθηκαν, επέζησαν και μας μεγάλωσαν με αφηγήσεις, στερήσεις και απέραντη αγάπη!

Έχουν περάσει κοντά 90 χρόνια από τότε που ο Ποντιακός Ελληνισμός ξεριζώθηκε από τα χώματα που γεννήθηκε και ξαναρίζωσε σε αυτά, τα μητρικά,τα Ελληνικά. Σε αυτά από όπου ξεκίνησαν οι πρόγονοι του, οι αρχαίοι Ίωνες , σαν άποικοι. Σε αυτά που γύρισαν οι απόγονοι του σαν πρόσφυγες.

Όλοι όσοι δηλαδή κατάφεραν να φτάσουν, ζωντανά υπολείμματα, σκιές των αλλοτινών εαυτών τους, γεμάτοι θλίψη, φόβο ολοζώντανο και απέραντο πόνο για τον χαμό της πατρίδας, της οικογένειας, των ίδιων τους των εαυτών. Άποροι, άπλυτοι, γεμάτοι αρρώστιες από τις κακουχίες, είχαν μια μόνο επιλογή, να μαζέψουν όσο κουράγιο τους απόμεινε και να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους, Όχι τις δικές τους, αυτές πέθαναν εκεί, στην Ποντιακή γη και στην θάλασσα . Στην απέραντη βαθιά και άγρια θάλασσα.

Πέθαναν εκεί, μέσα στα αποκαΐδια των σπιτιών τους, στα τούρκικα χαρέμια όπου κατέληξαν οι πιο όμορφες από τις κόρες, όσες γλίτωσαν την ατίμωση και την θανάτωση τους.

Πέθαναν εκεί στα άγρια βουνά, μαζί με τους αντάρτες.

Πέθαναν εκεί, στις ατέλειωτες πορείες θανάτου, όπου γυμνοί, ξυπόλυτοι, χωρίς τροφή, χωρίς νερό, δερνόμενοι και υβριζόμενοι, όπου όσοι δεν δολοφονήθηκαν από τους δήμιους τους, πέθαναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια.

Εκεί όπου το ταξίδι προς τον θάνατο, ήταν ο ίδιος ο θάνατος!.



Συντρίμμια της ζωής, μάζεψαν τα κουράγια τους, για τα παιδιά τους που έζησαν, για τα παιδιά που θα γεννιόντουσαν. Περισσότεροι από 700.000 πρόσφυγες από την Μικρασία και τον Πόντο εγκαταστάθηκαν στην Μακεδονία, την Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου, την Αθήνα. Με αγώνες μέσα από αντιξοότητες και εμπόδια, αλλά με πίστη στην Ελλάδα και το αύριο, ρίχτηκαν στην δουλειά, δούλεψαν την γη, την πότισαν με αίμα και ιδρώτα, ξαναέστησαν το σπιτικό τους για να πολεμήσουν και να θυσιαστούν και πάλι, στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, την Γερμανική κατοχή, τον εμφύλιο.

Ο πόνος και ο φόβος για ότι έζησαν για ότι έχασαν, έγινε θύμηση ευλαβική, νοσταλγικό τραγούδι για το χτες και αγώνας για το αύριο. Καινούργια μορφή πήρε ο τόπος, σαν να μπήκε νέο αίμα στις φλέβες του. Κάτω από τον Ελληνικό ουρανό, στο ίδιο χώμα, ζώντας μαζί όλοι οι Έλληνες, Μακεδόνες, Θράκες, Πόντιοι, Μωραΐτες, Νησιώτες, Ρουμελιώτες, Σμυρνιοί, Πολίτες και άλλοι, έμοιασαν με τον καιρό τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε σήμερα πια δεν ξεχωρίζεις ούτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ούτε τις διαφορές τους. Για άλλη μια φορά οι Έλληνες, δείχνοντας το ενιαίο και αδιαίρετο χαρακτηριστικό τους, ξεπέρασαν την τραγωδία της πιο μεγάλης καταστροφής των τελευταίων χρόνων. Και είναι κρίμα σήμερα, αδέλφια μας Έλληνες, παλιννοστούντες Πόντιοι να αντιμετωπίζονται σαν παρείσακτοι και να
τίθεται υπό αμφισβήτηση η Ελληνικότητα τους * με το να χαρακτηρίζονται ως Ρωσοπόντιοι ή Ρωσοέλληνες, αυτών όπου οι πρόγονοι τους γενοκτονήθηκαν ακριβώς για την ίδια ιδιότητα, την ελληνική εθνικότητα και την ορθόδοξη πίστη τους.

Η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης, τιμά το κουράγιο των τρομαγμένων, κατατρεγμένων και ταλαιπωρημένων θυμάτων που μπόρεσαν να κλείσουν στις ψυχές τους τις αλησμόνητες πατρίδες και να τις αναστήσουν από την αρχή.

σημ.
Για τον Ποντιακό Ελληνισμό, την κουλτούρα, την ιστορία,την γενοκτονία μέσα από βιβλία, ντοκουμέντα, προσωπικές διηγήσεις, ομιλίες, σημειώνω τα παρακάτω:


1. H Μαύρη Βίβλος
2. Η γη του Πόντου (Δ.Ψαθάς)
3. Τοπάλ Οσμάν
4. Στατιστική των Σουρμένων (σπάνια έκδοση)
5.
www.pontos.org
6.
www.pontiaka.tk
7.
www.efxinospontos.org
8.www.pontos-stuttgart.de
9. users.forthnet.gr/the/Fotiadis (προσωπική σελίδα του Καθηγητή ΑΠΘ Κώστα Φωτιάδη)
10.
www.geocities/pontos1923/pages/
11.
www.pontians.info/
12.
www.hri.org/forum/diaspora/pontos

πλούσια συλλογή σχετικών βιβλίων θα βρείτε από τις εκδόσεις Κυριακίδη.

σχετικές φωτογραφίες εδώ

ακούτε radiopontos

η Ρωμανία κι αν επέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο

* διαβάστε σχετικά στο ιστορικό σημείωμα της ενότητας

Wednesday, April 26, 2006

τη Θωμά 'ς σα Σούρμενα

Για τους Σουρμενίτες (και γενικά τους Ποντίους) ο Απόστολος Θωμάς είναι ο προστάτης άγιος. Την ημέρα της μνήμης του το «γλεντάμε» παραδοσιακά (όσο γίνεται στην Ελλάδα του 21ου αιώνα) με κεμεντζέ, ταούλ’τουλούμ’, γαβάλ, κρασί, χαψία και χορό. Πολύ χορό. Χορό να τρέμει η γης.

Του Θωμά, τελείται και το «ταφικό έθιμο».
Επιμνημόσυνη δέηση υπέρ αναπαύσεως των ψυχών και κεκοιμημένων προσφιλών προσώπων.
Στον Πόντο, το δημοφιλέστερο πανοϋρ γίνονταν στο Τσίτα των Σουρμένων. Στο χωριό της γιαγιάς Βασώς. Έρχονταν από τα γύρω χωριά τα οποία μπορεί να απείχαν χιλιόμετρα ολάκερα μεταξύ τους. Σε κείνο το πανοϋρ γίνοταν και τα λογοδοσήματα, τα ταιριάσματα.
Ουσιαστικά, κάνουμε Ανάσταση με τους νεκρούς μας! Γλέντι κανονικό με κόκκινα αυγά, τσουρέκια, μεζέδες, ρακί και λύρα και χορό.
Τα παλαιά τα χρόνια, όταν ακόμα ζούσε ο περίφημος λυράρης Μπαϊρακτάρης και οι πιο πολλοί πρόγονοι μας (μικρά παιδιά το ’22) εσείετο η γης, από την σέρα , το κότσαρι, το τικ.
Τούτα τα χρόνια, ο χορός αναβάλλεται για το απόγευμα, στην πλατεία που όλους τους καλούς χωράει. Με συγκροτήματα από άλλες πόλεις αλλά και εκτός Ελλάδος. Ακόμη, Κρήτες, Αρμένιοι, Βλάχοι, έρχονται να γλεντήσουμε όλοι μαζί, παρέα. Κατά χιλιάδες συρρέουν από παντού επισκέπτες Πόντιοι και μη για να γλεντήσουμε μαζί, ομόψυχα και ειλικρινά.

Το έθιμο συνεχίζεται χωρίς διακοπή από το 1928 και εύχομαι, πέρα από το «πανηγυριώτικο» που κολλά παντού σαν την μέλισσα στο μέλι, να διατηρηθεί η ουσία του όλα τα επόμενα χρόνια

Φέτος το πρόγραμμα έχει ως εξής:

Σήμερα Τετάρτη 26 Απριλίου 2006
9.00 μ.μ στο πολιτιστικό κέντρο της ένωσης Ποντίων Σουρμένων»

Ποντιακό Θέατρο
από την θεατρική ομάδα της Ένωσης Ποντίων νομού Μαγνησίας
με 3 μονόπρακτες κωμωδίες

« Η Ζουρνα»
«ο Γιάγκον, ο Κουντουρατζής»
« Ο εφοριακόν»

Αύριο Πέμπτη 27 Απριλίου 2006-04-26
9.00 μ.μ στο πολιτιστικό κέντρο της ένωσης Ποντίων Σουρμένων»

Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου
Ομιλητής: Κώστας Φωτιάδης
Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας


Παρασκευή 28 Απριλίου 2006
8.30 μ.μ στο πολιτιστικό κέντρο της ένωσης Ποντίων Σουρμένων»

Προβολή ταινίας
«Περιμένοντας τα σύννεφα»

Αφορά την γεγοκτονία απο το 1916 μέχρι το 1923
Αξίζει να σημειωθεί πως το έργο είναι παραγωγή γαλλικής εταιρείας και χρηματοδοτήθηκε από την ευρωπαϊκή ένωση και είναι αποτέλεσμα συνεργασίας των κέντρων κινηματογράφου Ελλάδος και Τουρκίας.


Σάββατο 29 Απριλίου
07.45 μ.μ Πλατεία Σουρμένων

Χοροί από τα συγκροτήματα:

- Ένωση Ποντίων Περάματος «Ο Πόντος»
- Σύλλογος Κρητών Ελληνικού «Ο Ψηλεορείτης»
- Ποντιακός Σύλλογος Καλαμαριάς, Θεσσαλονίκης
- Πολιτιστικός Σύλλογος Ποντοκώμης νομού Κοζάνης

Ακολουθεί Ποντιακό παραδοσιακό γλέντι με κεμτζέ, ταούλ΄τουλούμ’ κρασί και χαψία.....

Το πρόγραμμα παρουσιάζει ο Λάζος Τέρας

Κυριακή 30 Απριλίου

10.00 π.μ
Δοξολογία και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σουρμένων

Πομπή προς το κοιμητήριο Σουρμένων

11.00 π.μ.
Ταφικό έθιμο

07.45 μ.μ Πλατεία Σουρμένων
Ποντιακοί χοροί από τα συγκροτήματα:

- Σύλλογος Ποντίων Πολυκάστρου & Περιχώρων «Οι Ακρίτες» Κιλκίς
- Καλλιτεχνική Στέγη Ποντίων Βορείου Ελλάδος
- Ένωση Ποντίων Σουρμένων (μη τους χάσετε!)

Ακολουθεί ακόμη ένα Ποντιακό παραδοσιακό γλέντι με κεμετζέ, ταούλ΄τουλούμ’ κρασί, χαψία και χορό έως το πρωί.....

Χριστός Ανέστη!


Χρόνια πολλά και καλά και όπως ευχήθηκε πολύ σωστά μια νέα μου φίλη,

«είθε οι φίλοι να μένουν πάντα φίλοι»

Wednesday, April 19, 2006

Καλή Ανάσταση


ο εσταυρωμένος από το χέρι ενός 8χρονου




Σήμερον κρεμάται επί ξύλου,

ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.


Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται,

ο των αγγέλων Βασιλεύς .


Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται,

ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.


Ράπισμα κατεδέξατο,

ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.


Ήλοις προσηλώθη ο Νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη, ο Υιός της Παρθένου.

Προσκυνούμεν σου τα πάθη, Χριστέ.

Δείξον ημίν και την ένδοξον σου ανάστασιν.

Κάνουνε όνειρα τ'αυγά

Τώρα που φτάνει η Πασχαλιά
κάνουνε όνειρα τ'αυγά
θέλουν όλα να νικήσουν
όταν θα μονομαχήσουν

Σ'αυγοθήκη καθισμένο
εν'αυγό είναι θλιμμένο
σκέφτεται να μην το σπάσουν
και το τσόφλι του χαλάσουν

"Θα σφιχτώ όταν με βράζουν
και τα κόκκινα μου βάζουν
Σαν το τσούγκρισμα αρχίσω
όλα τ'άλλα θα νικήσω"

με ορμή χτυπάει και θάρρος
πρώτος βγαίνει μονομάχος
και το τσόφλι όλων σπάζει
και ο κόσμος το θαυμάζει




εξοπλιζουμε το αυγό-μονομάχος με:

1 φακελάκι κόκκινη μπογιά για 30 αυγά
1/3 μπουκαλιού ξύδι (για την σταθεροποίηση του χρώματος)
1 κουτ. σούπας αλάτι (για να μην σπάσουν πριν μονομαχήσουν και για να είναι λαμπερά)

Βάζουμε από βραδύς στην κατσαρόλα τόσο νερό όσο γράφει η συσκευασία της μπογιάς, προσθέτουμε το ξύδι και το αλάτι και βράζουμε την μπογιά μόνη της.

Σβήνουμε την φωτιά και αφήνουμε την μπογιά στην κατσαρόλα μέχρι το επόμενο πρωί της Μεγάλης Πέμπτης.

Φοράμε γαντάκια κουζίνας μιας χρήσης, βουτάμε μέσα τα αυγουλάκια ένα ένα. Μπουρλωτιάζουμε και βράζουμε τα ωά για 5-6 λεπτά από την στιγμή που θα αρχίζει να βράζει το κοκκινόζουμο.

Βγάζουμε με κουτάλι, τοποθετούμε τα ωά με προσοχή, παίρνουμε ένα μαλακό πανάκι, το νοτίζουμε καλά με ελαιόλαδο και τα γυαλίζουμε ένα ένα.

Χύνουμε το κοκκινόζουμο στον κήπο, στις γλάστρες αλλά όχι στον δρόμο ή την αποχέτευση. (Μην ξεχνάμε πως σημειολογικά πρόκειται για το αίμα του Κυρίου)

Στολίζουμε πιατέλες, καλαθάκια.

Άμα υπάρχει και πιτσιρικαρία βγάζουμε τέμπερες ή σκόνες αγιογραφίας και ανάβουμε το πράσινο φως στη δημιουργική ενασχόληση ως εξαγορά για λίγες στιγμές ηρεμίας...

Monday, April 17, 2006

πλάθει σε τσουρέκια την φαντασία της


Μεγάλη Παρασκευή πρωί, πολύ πρωί, χάραμα και η κουζίνα βρίσκεται σε αναβρασμό. Σκάφη ξύλινη, αλεύρι, βούτυρο, αυγά φρέσκα αγιομηνίτικα και το μαχλέπι με την μαστίχα να συναγωνίζονται σε μυρουδιά.

Μια κυρά πληθωρική σηκώνει τα μανίκια και αρχίζει την δουλειά...
Πρώτα ρίχνει το αλεύρι στην σκάφη και ανακατεύει με την μαγιά. Σειρά έχει η ζάχαρη, το καβουρντισμένο μαχλέπι και η κοπανισμένη μαστίχα και μετά τα αυγά, έτσι αχτύπητα. Λίγη πορτοκαλάδα και το ξύσμα για το τέλειο αποτέλεσμα.

Για του λόγου το αληθές,

1 κιλό αλεύρι
2 φακελάκια μαγιά ξηρή
1 ποτήρι ζάχαρη
6 αυγά αχτύπητα
τον χυμό και το ξύσμα από δύο ζουμερά πορτοκάλια
μισό κ.γ. μαχλέπι κοπανισμένο και καβουρντισμένο
μισό κ.γ. μαστίχα κοπανισμένη
βούτυρο φυτικό λειωμένο και ζεστό (100 δράμια τότε, 100-150 γρ τώρα)
μισό ποτήρι γάλα χλιαρό για αραίωμα αν η ζύμη βγει σφιχτή

Ανακατεύει και ζυμώνει, ρίχνει βούτυρο ζεστό, ξαναζυμώνει και πάλι βούτυρο και πάλι ζύμωμα. Μα θέλει προσοχή το βούτυρο γιατί καμμιά φορά το καθίζει το ζυμάρι. Θέλει ζύμωμα πολύ να αφρατέψει. Μα σαν η ζύμη είναι σφιχτή ρίχνει και λίγο γάλα χλιαρό και δώστου πάλι ζύμωμα. Το γάλα το βάζανε παλιά για να διαλύσουν την φρέσκια μαγιά . Η κυρά το βάζει αντί για νερό και όταν χρειάζεται αραίωμα το ζυμάρι. Η θειά της η Ελένη, η συχωρεμένη έλεγε «όλα μαζί να τα βάζεις παιδί μου, τίποτα δεν θέλει, μόνο καλό ζύμωμα»

Και σαν η ζύμη κάνει φουσκάλες και ξεκολλάει από τα χέρια είναι έτοιμη για φάσκιωμα και φούσκωμα στον ήλιο.
Την σκεπάζει με βαμβακερή πετσέτα, την κουκουλώνει με μάλλινη κουβέρτα και την βάζει κάτω από τον ήλιο που μόλις ανέτειλε να διπλοτριπλοφουσκώσει σαν γκαστρωμένη κόρη.

Ξεχειλίζει το ζυμάρι, δεν κρατιέται. Και αρχίζει το πλάσιμο, μαλακά και απαλά τούτη τη φορά. Πρώτα πλάθει μικρά τσουρεκάκια σαν κουλούρια.
Πουλάκια, κοτσιδούλες, σαλιγκαράκια...Μπαίνει το πρώτο το ταψί στον φούρνο στους 180 και στην χαμηλή θέση και ετοιμάζεται το δεύτερο με νέα σχέδια. Και τρίτο και τέταρτο ώσπου ξυπνά και η πιτσιρικαρία της οικογένειας και με ακράτητο ενθουσιασμό πλάθει σε τσουρέκια την φαντασία της. Στο τέλος δυο μεγάλα τσουρέκια με κόκκινο αυγουλάκι, ένα για κάθε πιτσιρίκι. Τα ταψιά μπαινοβγαίνουν στα φούρνο, και έτοιμα και καυτά μπαίνουν στην σκάφη και πάλι περιμένοντας την Ανάσταση και το Χριστός Ανέστη!


στην Άσπα, αφιερωμένο εξαιρετικά

Monday, March 20, 2006

όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα


Στις 18 Μαρτίου του 1996 έφυγε από κοντά μας ο Οδυσσέας Eλύτης, ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες -κατ'εμε' - παγκοσμίως.

Είμαι πολύ μικρή για να γράψω οτιδήποτε για αυτόν τον σπουδαίο ποιητή, θα ήταν ασέβεια άλλωστε.

Λίγους στίχους μοναχά, αν όχι όλους από το "Aσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας: (1945) "

Μια μικρή αλλά καλογραμμένη και ευανάγνωστη βιογραφία του μεγάλου λογοτέχνη μπορείτε να δείτε
εδώ.

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,
που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες,

εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,
που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
μα όλος ο κόπος τ' ουρανού,
όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
πρωί στα πόδια του βουνού,

τώρα, σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,

τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα,
πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,
μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
από λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδια
βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
κόβουνε σιωπιλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό.
Κάτι κακό θ' ανάψει. Αγριέυει η τρίχα του αλογόβουνου,
τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψύχες τ' ουρανού.

Τώρα μες τα θολά νερά ένας ίσκιος νευριάζει.

O άνεμος αρπαγμένος απ τις φυλλωσιές
κάνει εμετό στη σκόνη του,
τα φρούτα φτύνουν το κουκκούτσι τους,
η γή κρύβει τις πέτρες της,
ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
την ώρα που μες από τα ουράνια θάμνα
το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας.
Κ' ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο,
κ' ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες,
κ' ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν' αντιχαιρετίσουνε: -φωτιά ή μαχαίρι!
Γι' αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησανκακό θ' ανάψει εδώ.
Μην απελπίζεται ο σταυρός,
μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή,
λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης-
ο θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλλα στον αέρα,
καθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυστο θάνατο
- κ' η μοίρα ό τι θέλει ας πεί.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κ' ηύρε το θάρρος,
καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο,
-κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
(Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...)

Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες,
ύστερα σκόρπισε ο καπνός κ' η μέρα πήε δειλά
να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
-μολις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος,
κ' ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλομά του νύχια!

Τώρα κοίτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,
μοιάζει μπαξές που τούφυγαν άξαφνα τα πουλιά,
μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
μοιάζει ρολόι αγγέλου που σταμάτησε
μόλις είπανε "γεια παιδιά!" τα ματοτσίνορα
κ η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
Αιώνες μαύροι γύρω του
αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
κ οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες ακούν με προσοχή,
όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
-όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ' τα πέντε κέδρα,
χωρίς άλλα κεριά,
κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
κι ανάμεσα απ τα φρύδια
μικρό πικρό πηγάδι - δακτυλιά της μοίρας,
μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του
-από που του φυγε η ζωή. Μην πείτε πως
-μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου!

Eτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια
-έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο!

Ήλιε, δεν ήσουν ο παντοτεινός;
Πουλί, δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη, δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κ' εσύ, περβόλι, ωδείο των λουλουδιών,
κι' εσύ, ρίζα σγουρή, φλογέρα της μαγνόλιας!

Eτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
κ' ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
και τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν,γιατί;
ρωτάει ο αιτός, πού 'ναι το παλικάρι;
Κι' όλα τ' αητόπουλα απορούν: πού 'ναι το παλικάρι!
Γιατί; ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πού 'ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν: πού νά 'ναι το παιδί!
Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού νά 'ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν: πού νά 'ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός.
πιάνουν το χέρι, και παγώνει,πάν να δαγκάσουνε ψωμί,
κ' εκείνο στάζει αίμα,
κοιτούν μακριά τον ουρανό κ' εκείνος μελανιάζει
-γιατί; γιατί; γιατί; γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος;
γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί;
γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!..

Ηταν ωραίο παιδί.
Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
σκύψανε τα βουνά της θράκης να φανεί
στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε,
σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του,
βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα.
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
καβάλλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν,
ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
κ' ήρθαν από της γης τα πέρατα
οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Hταν γερό παιδί,τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,
ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νίφες λεύκες
ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
η αυγή, που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
στη σέλλα δυό μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο,να βάφει τα λουλούδι
ή, πάλι, με στοργή να σιγονανουρίζει
τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α! τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του!
Τι χάρτης περιφάνιας το γυμνό του στήθος,
όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!...

Hταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,και με το κράνος του
-γιαλιστερό σημάδι(φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)με τους στρατιώτες του ζερβά
-δεξιάκαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε,
ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν το κορμί του,
σιωπηλό ναυάγιο της αυγής, και το στώμα του,
μικρό πουλί ακελάηδιστο,και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
-δεν έκλαψαν.Γιατί να κλάψουν;Hταν γενναίο παιδί!

Τ α δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
-τίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες, βουϊζοντας,
απ' τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ' η λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
-δεν κλαίει. Μοναχ' από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
και κρύψουν τις ακτίδες τους
και σταματήσουν
εκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί!

...Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος,
σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά,
σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται,
τί νάναι που αφουκράζεται - σύννεφα, μήνες μακριά;

Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους-αχ αφήστε την!
μισή κερί μιση φωτιά μια μάνα κλαίει-αφήστε την!
-στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει-αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
κ' οι μάνες είναι για να κλαίν, οι άντρες για να παλεύουν,
τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι,
το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά,
κ' η λευτεριά για ν' αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

Π έστε λοιπόν στον ήλιο νάβρει ένα καινούριο δρόμο,
τώρα πια που η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη,
αν θέλει να μη χάσει από την περιφάνια του!
ή, τότε, πάλι, με χώμα και νερό,
ας γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νάβρει ένα καινούριο δρόμο
-μην καταπροσωπίσει πια ούτε μια μαργαρίτα!
Στη μαργαρίτα πέστε νάβγει μ' άλλη παρθενιά!

μη λερωθεί από δάκτυλα που δεν της πάνε!

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ' αγριοπερίστερα
και μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού,
καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ' αδειανό κοχύλι,
μη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς,
μον' φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
τις ροδωνιές όπου η ψυχή ανάδευε,
τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε.Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον' οι χρυσόμυγες
και παν με βιάση τα πουλιά ν' ακούσουνε απ' τα δέντρα
ποιού σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!

Φ έρτε κανούρια χέρια, τι τώρα ποιός θα πάει
ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιός θα μπει
στον πεντοζάλι πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια -θε μου!-, τι τώρα πού θα παν
να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν!
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκο κι αμάραντο,
τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει "γεια σας παιδιά!"

Mέρα, ποιος θ' αψηφίσει τα ροδακινόφυλλα;
νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά;
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντίλια μες στους κάμπους,
ή θ' αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο,
για να ντυθεί τις θύελλες καβάλλα σ' άστρωτο άλογο
και να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων;
Ποιος θ' ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
για ν' ασπαστεί τα βάτσαλα,και ποιος θα κοιμηθεί
για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
νάβρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια,αίμα και λαλιά,
να ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
και να ριχτεί-αχ τούτη τη φορά!
-και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!

Η λιος, φωνί χαλκού, κι άγιο μελτέμι
πάνω στα στήθη του ώμοναν: "Ζωή, να σε χαρώ!"
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε,
μόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
κι ασήμι από δροσιά, μόνον εκεί ο σταυρός
άστραφτε καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη.
Κ' η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
να πει μες απ' τα μάτια του και τις σημαίες τους: "Ζω!"

Γεια σου μορέ ποτάμι όπουβλεπες χαράματα,
παρόμιο τέκνο θεού, μ' ένα κλωνί ρογδιάς
στα δόντια να ευωδιάζεται από τα νερά σου!
Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
κάθε πούθελε πάρει Αντρούτσος τα ονειρά του!
Και συ βρυσούλα του μεσημεριού,
που έφτανες ως τα πόδια του,
και συ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του,
που ήσουν το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του,
γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
αγάπη ανθρώπου, ανάβοντας
αστρον από άστρο, τα κρυφά στερεώματα,
θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ,
για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση.
με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών.

Kι όπου κακό κρυφό, να το παιδεύει,
κι όπου κακό κρυφό, να το παιδεύει ανάβοντας!

Κ είνοι που πράξαν το κακό - γιατί τους είχε πάρει
τα μάτια η θλίψη - πήγαιναν τρικλίζοντας,
γιατί τους είχε πάρει,
τη θλίψη ο τρόμος, χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο...
Πίσω! και πιαχωρίς φτερά στο μέτωπο.
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια,
χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς!
Eκεί που γδύν' η θάλασσα τ΄αμπέλια και τα ηφαίστεια
στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι,
στα βράχια της πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο!
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
μυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο.
Ζωή δεν είχαν πίσω τους, μ' έλατα και με κρύα νερά,
μ' αρνί, κρασί και ντουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο,
παπού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο,
στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
με πικραμένα μάτια.Τους πήρε μαύρο σύγνεφο -
δεν είχαν πίσω τους αυτοίθειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή,
μάνα που νάχει σφάξει με τα χέρια της,
ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνό
χορεύοντας νάχει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο,
μα κείνος που τ' αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού
ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος...

Μ ε βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
και του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα,
Γέρνουν και κατ' αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα,
με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους,
με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι τού ήλιου.
Θαύμα - τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Ασπρες φυλές μ' ένα γαλάζιο υννί χαράζουνε τους κάμπους,
στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
και πιο βαθια τ' απρόσιτα όνειρα των βουνών της Ανοιξης!

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος,
τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του,
φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός,
και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων!..
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζονται τα ζώα,
γρυλλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε.
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
γίγας που κανακεύει τα παιδιά του!

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, λένε, το Πάσχα τ' ουρανού!

Μ ακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο...

Λένε γι' αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα,
για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη,
για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κ' εσβήστη,
τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι' αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει,
για τον βαθύ καημό του έρωτα της ζωής
που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μίλου τα δοκάρια,
για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
στο παραθύρι ορθές, σφίγγοντας το μαντίλι τους
-κ' έπνιγ' η βαρυσυννεφιά τα βουρκωμένα στήθη-,
για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου.
Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ' το κατώφλι,
λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του,
για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

Τ ώρα χτυπάει πιο γλήγορα τ' όνειρο μες στο αίμα
-του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημάινει:Ελευθερία.

Εληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:Ελευθερία
-για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά,
καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες,
τα πιο αθόα κορίτσια τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
κ' η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη:Παιδιά!
Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη!...

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
ολοένα εκείνος ανεβαίνει...
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι, που ήταν μια φορά
χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά,
γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται!
Πουλιά τον χαιρετούν - του φαίνονται αδερφάκια του!
Ανθρωποι τον φωνάζουν - του φαίνονται συντρόφοι του.
"Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!"
"Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!"

Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του...
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, αύριο, το Πάσχα του Θεού!

Thursday, March 16, 2006

κι από Μάρτη καλοκαίρι.......



μια κίνηση απλή, μια λέξη σιγανή, και όλα παίρνουν φως, χρώμα και μυρουδιά

μια ζωγραφιά..
κοίτα μαμά..
εσύ οδηγείς το πλοίο..
μύρισε καλοκαίρι ..

και σιγοτραγουδώ.......




Το καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά
μέσα στο νεράκι πλέουμε αγκαλιά
πέφτει το βραδάκι, πιάνει η δροσιά
δώσ'μου ένα φιλάκι κι έλα πιο κοντά

εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη
ω,ω,ω μόνοι στη γη

εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη
ω,ω,ω μόνοι στη γη


ήταν η Αθήνα κόμπος στο λαιμό
νέφος και ρουτίνα και άγχος τρομερό
δώσ'μου ένα τσιγάρο, δώσ'μου και φωτιά
Θέε μου, θα σε πάρω στην καυτή την αμμουδιά

εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη
ω,ω,ω μόνοι στη γη

εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη

ω,ω,ω μόνοι στη γη

τηλέφωνο χτυπάει, βουλιάζει το νησί
και τ' όνειρο σκορπάει στου γραφείου τη βουή
πετάγομαι ιδρωμένος, δουλεύεις και γελάς
σ'ακούω σαν χαμένος, το ρεφρέν να τραγουδάς

εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη
ω,ω,ω μόνοι στη γη


εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη
ω,ω,ω μόνοι στη γη




Tuesday, March 14, 2006

το σταυροδρόμι της καρδιάς μου


Αναμνήσεις και μνήμες από τις γειτονιές της Πόλης, και τα σταυροδρόμια της και από την ευωδία που άφησε στην καρδιά μας η χώρα των ζώντων.

«Τα σταυροδρόμια της γης είναι οι τόποι όπου συναντιούνται οι λαοί, οι φυλές και οι πολιτισμοί.
Εκεί, στα σταυροδρόμια, η συνάντηση με τους άλλους είναι σταυρός, αλλά και ταυτόχρονα ευλογία.
Στα σταυροδρόμια της γης πονάς από την συνάντηση με τον άλλο, τον ξένο. Εκεί, είναι πιο εύκολο να ξεπεραστούν οι εθνικοί εγωισμοί και ν’αναμετρηθούν πιο προσωπικά οι ματιές. Στα σταυροδρόμια της γης, αν θέλεις, μπορείς να γίνεις παιδί, έφηβος, άνδρας, άγιος.
Το Σταυροδρόμι της Πόλης, της αγιασμένης και πονεμένης, τέτοιος τόπος ήταν πάντοτε, και τέτοιος θα μείνει πάντα. Η φωνή των αγίων, που κρύβονται κάτω από την δισχιλιόχρονη ιστορία των χωμάτων του, έτσι το θέλουν να γράφει το χτες, το σήμερα και το αύριο του.»


Το παιδικό εξώφυλλο δεν προσδιορίζει την ηλικία του μελλοντικού αναγνώστη, μα τα παιδικά χρόνια του συγγραφέως στην Πόλη, του πατέρα Κωνσταντίνου, πνευματικού μου όπως και εκατοντάδων άλλων ψυχών.
Όποια και αν είναι η πορεία μας στην ζωή, το σίγουρο είναι πως διαβάζοντας τούτο το βιβλιαράκι ξαναβρίσκεις τις ισορροπίες σου, ξαναγίνεσαι παιδί. Ξαναγίνεσαι άνθρωπος.

Thursday, February 02, 2006

η γεύση η πιο έντονη


Κάθε γεύση, μυρωδιά, άγγιγμα ανασύρει από το σεντούκι του μυαλού θύμισες πρωταρχικές. Είναι ο κρίκος που με συνδέει με το παρελθόν. Άλλοτε νοσταλγικός, άλλοτε ανεπιθύμητος.
Οι εικόνες μου δεν είναι ποτέ ολόκληρες. Είναι μόνο κομμάτια ενός παζλ με πολύ έντονα χρώματα κι αρώματα, απαλά και τρυφερά αγγίγματα, ακόμη και πεισματικά κλάμματα.

Το πιο έντονο άρωμα είναι η μυρωδιά του χειμώνα.
Όχι της βροχής ή του κρύου αλλά της σόμπας που καίει. Εκείνης της τεράστιας kresky με τα μεγάλο πουρί σαν τζιμινιέρα που το άρωμα της είχε και λίγη εσάνς πετρελαίου. Μα στα ρουθούνια μας μύριζε θαλπωρή! Τούτο το άρωμα μου φέρνει την εικόνα της φλούδας μανταρινιού να σιγοψήνεται στην επιφάνεια της σόμπας. Όλους μας γύρω από την kresky, καθισμένοι με τα πόδια εναλλάξ, μια τ΄αριστερό μια το δεξί να ακουμπούν στα πλαϊνά της και να τσουρουφλίζονται! Αγώνες πλακωτού και πόρτας με τον μπαμπά και βέβαια Χριστούγεννα…

Το πιο τρυφερό άγγιγμα είναι του πατέρα.
Μου φέρνει στον νου, τα χουχουλιάρικα, ατέλειωτα Κυριακάτικα πρωϊνά στο διπλό κρεββάτι ανάμεσα στον μπαμπά και την μαμά, το ράδιο να παίζει Boney M και εγώ τάχα μου να τραγουδώ αγγλικά. Τον μπαμπά να μου χαιδεύει απαλά το σκουλαρίκι του αυτιού και γω να βγάζω φτερά και να πετώ στα ουράνια.

Η πιο έντονη γεύση έχει να κάνει με την θεία Ελένη.
Η θεία Ελένη, η μικρότερη αδελφή της γιαγιάς από τα 12 συνολικά αδέλφια κατοικούσε κάπου στην Νέα Ελβετία σε μια μικρή μονοκατοικία μέσα σε ένα τεράστιο –τουλάχιστον για το μέγεθος μου – κήπο. Το σπίτι στο βάθος του κήπου με ξύλινο εσωτερικό μύριζε αυτή την ιδιαίτερη μούχλα των παλιών βιβλίων. Τα δέντρα αριστερά και δεξιά. Ένα μικρό συντριβανάκι με τυρκουάζ λαδομπογιά στον πάτο και διακοσμημένο με κοχύλια και βότσαλα. Δρομάκια φιδωτά με βότσαλα δεμένα με τσιμέντο, χρωματικές επεμβάσεις πάντα με λαδομπογιά, λουλούδια παντού και μανιτάρια – φωτιστικά. Το κιτς σε όλο του το μεγαλείο!
Τότε, το να πας από Ελληνικό προς Νέα Ελβετία (ψηλά στον Βύρωνα) χωρίς γιώτα χι ισοδυναμούσε με ολοήμερη εκδρομή. Έπρεπε να πάρουμε συνολικά τρία λεωφορεία και μέχρι να φτάσουμε είχε μεσημεριάσει. Ήταν η μόνη ταλαιπωρία για την οποία δεν βαρυγκομούσαμε τα πιτσιρίκια. Πρώτον γιατί θα ξεσαλώναμε στα κοχυλοβοτσαλωτά δρομάκια, δεύτερον γιατί θα ανακαλύπταμε μικρούς θησαυρούς εντός της οικίας και θα ακούγαμε τον θείο «Μυνχάουζεν» να διηγείται ιστορίες τραβηγμένες από τα μαλλιά, και τρίτον και κυριότερον θα τρώγαμε πεϊνιρλί! Το νοστιμότερο και….τεραστιότερο (!) πεϊνιρλί που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου. Τεράστιο σαν βάρκα (το μισό ήταν έξω από το πιάτο), ζουμερό και απίστευτα τυρένιο. Κόβαμε μπουκιά μπουκιά ξεκινώντας από τις γωνίες και τις βουτούσαμε μέσα στο ζουμερό αφράτο τυράκι. Το τραπέζι επάνω είχε μόνο τα πεϊνιρλί. Καμμιά άλλη λιχουδιά. Ότι άλλο ήταν περιττό. Η θεία η Ελένη όμως, κάθε φορά που την ρωτούσαν ποιο ήταν το μυστικό, χαμογελούσε σκανδαλιάρικα (να΄ταν ιδέα μου;) και απαντούσε: τίποτα πούλι μ'! Ότι κάνεις, κάνω!

Ιδού λοιπόν, τι έκανε η θεία Ελένη, που το έκανε η γιαγιά Βασώ, που το κάνει η μαμά Κωνσταντινιά και που το κάνω και γω….

πειραγμένο ποντιακό Πεινιρλί

Για τη ζύμη:

1 κούπα χλιαρό νερό
2 φακελάκια ξηρή μαγιά
1 αυγό (προαιρετικά)
1 φλιτζανάκι γάλα
1/2 φλιτζανάκι ελαιόλαδο
1/2 κουταλάκι αλάτι
Αλεύρι σκληρό όσο πάρει (περίπου 1 κιλό)
Λίγο νισεστέ για το ταψί

Για την γέμιση:

500 γρ κασέρι τριμμένο
150 γρ κεφαλοτύρι ή άλλο αλμυρούτσικο τυρί που λειώνει
Λίγο γάλα
Βούτυρο φυτικό

Ετοιμασία

Ανακατεύουμε καλά όλα τα υλικά της ζύμης με σύρμα εκτός από το αλεύρι το οποίο προσθέτουμε στο τέλος λίγο λίγο.

Ζυμώνουμε μέχρι να έχουμε μια μαλακή ζύμη που δεν κολλά στα χέρια.

Σκεπάζουμε την ζύμη με μια καθαρή πετσέτα και την βάζουμε σε ζεστό μέρος να διπλα-τριπλασιαστεί σε όγκο.

Στη συνέχεια χωρίζουμε την ζύμη σε 4 μπάλες (να γίνουν μεγάλα τα πεϊνιρλί), τις τοποθετούμε σε επιφάνεια αλευρωμένη με νισεστέ και τα αφήνουμε να ξαναφουσκώσουν.

Εν τω μεταξύ αναμιγνύουμε τα τυριά και τους ρίχνουμε λίγο γάλα για να νοτίσουν καλά και να μην ξεραθεί το τυρί όταν θα ψήνεται.

Παίρνουμε μία-μία μπάλα την ανοίγουμε ελαφρά με τα χεριά σε μακρόστενο σχήμα.

Απλώνουμε στην επιφάνεια λίγο λειωμένο βούτυρο, τοποθετούμε στο κέντρο τυρί (να είναι μπόλικο σαν βουναλάκι) και ρίχνουμε λίγο λειωμένο βούτυρο ακόμη.

Στη συνέχεια γυρνάμε από πάνω τις δυο μακρόστενες πλευρές και ενώνουμε τις άκρες (αριστερά και δεξιά) για να μην φύγει η γέμιση. τώρα το πεϊνιρλί μοιάζει σαν βαρκούλα.

Τοποθετούμε κάθε πεϊνιρλί στο αλευρωμένο με νισεστέ ταψί του φούρνου και ψήνουμε στους 180 C για μισή ώρα περίπου στην προτελευταία θέση του φούρνου, δηλαδή λίγο πιο κάτω από την μέση.

Αφού τα βγάλουμε από τον φούρνο, ρίχνουμε πάνω από την γέμιση κομματάκια βούτυρο και σερβίρουμε αμέσως. Κόβουμε μπουκιές από το πεϊνιρλί, το βουτάμε μέσα στη γέμιση με το βούτυρο και απολαμβάνουμε.

Εγκυκλοπαιδικά:
* πεϊνιρλί {εκ του peynir (τυρί) και του li (πίτα)}

* το Αυθεντικό ποντιακό πεϊνιρλί φτιάχνεται μόνο με αλεύρι, νερό, αλάτι, βούτυρο αγελαδινό και τυρί φέτα.

* Το πεϊνιρλί αρχικά ήταν κολατσιό των εργατών και γεωργών για αυτό και συνήθως τα έφτιαχναν σκέτα, χωρίς τυρί και έβαζαν μόνο λίγο βούτυρο. Στη συνέχεια πρόσθεσαν το τυρί και άλλες φορές άβαζαν καβουρμά. Αυτού του είδους οι πίτες ονομάζονταν «γιαγλία». Τα γιαγλία με τυρία ήταν τα πεϊνιρλία, με καβουρμά τα καβουρμαλούγια, με κρεμμύδια τα σαγανλούγια (σογάν στα τούρκικα είναι το κρεμμύδι) .

* άλλες παραλλαγές είναι το Πεινίρ’μπουρέκ και τα πλινία.

Thursday, January 26, 2006

Να γιομίσει ο σορβάς σου και να γιάνει η καρδιά σου !

Σαν ορεινό χωριό το Τσίτα, όπως και τόσα άλλα στον Πόντο, δεν είχε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, έτσι έγιναν εκχερσώσεις για να μπορούν να παράγουν ένα μεγάλο μέρος της διατροφής τους όπως, αραβόσιτο, κηπευτικά, οπωροφόρα και κυρίως λεπτοκάρυα. Λόγω της βλάστησης η κτηνοτροφία ευδοκιμούσε και κάθε οικογένεια διατηρούσε μια έως τρεις αγελάδες οι οποίες έδιναν στην οικογένεια γάλα, γιαούρτη, βούτυρο, μυζήθρα, κρέας. Επίσης κοσάρες (κότες) και άλλα πουλερικά και βέβαια και από ένα γουρουνάκι για τα Χριστούγεννα, όπου με το λίπος και το κρέας του (καβουρμάς) περνούσαν τον δύσκολο και βαρύ χειμώνα. Μα και τα ψάρια ήταν άφθονα στην παραλία των Σουρμένων, ειδικά τα χαψία, ένας είδος γάβρου, που έρχονταν από την Κριμαία κατά τον Μάρτη, σε τεράστια πυκνά κοπάδια και φτάνοντας στις ακτές της Μαύρης θάλασσας κατάκλυζαν όλες τις παραλίες του Πόντου. Πολλές φορές ήταν τόσο μεγάλη η παραγωγή που έμεναν αζήτητα και τότε τα μοιράζανε στους φτωχούς, κυρίως Τούρκους.

Χαψία χαψία φατέστεν σκυλ΄παιδία
Και ντ’έμορφα μαειρεύ’ατα, η θεία μ’ η Δοξία


Οι γυναίκες ήταν επιφορτισμένες για τις εσωτερικές αλλά και τις εξωτερικές δουλειές. Για την τροφή, τα ζα, την οικογένεια, τα μποστάνια, την τροφή, τα πάντα. Για αυτό ο χρόνος ήταν πολύτιμος με συνέπεια η διατροφή τους να είναι λιτή και βασισμένη κυρίως στα σπιτικά παρασκευάσματα, στα κηπευτικά και την κτηνοτροφία. Δεν πετούσαν τίποτα, ακόμη και μια χούφτα μαγειρεμένα ρεβύθια, με την έμπνευση και την πείρα τους, αποτελούσαν το γεύμα της οικογένειας για την επόμενη ημέρα. Ίσως η απλότητα των υλικών και η απλή μαγειρική τους να είναι και ένας από τους λόγους που δεν αρρώσταιναν βαριά.

Πολλά από τα φαγητά εξακολουθούν να μαγειρεύονται, κάποια λιγότερο λόγω της έλλειψης των βασικών συστατικών όπως το κορκότο, το πασκιτάν, το υλιστόν, το στέας.

Ένα από τα πιο αγαπημένα τους φαγητά ήταν οι σούπες. Και μια τέτοια θα αφιερώσω στο ταπεινό μου Αρμυρίκι, που δυτικοφέρνει τελευταία και μεταξύ μας, πολύ του πάει.

Ανοίγοντας το «σεντούκι» του παππού Γιάννη, βρίσκω κάτω από τον τσαχλαμά, τον τανωμένον σορβάν. Την αγαπημένη του σούπα. Του άρεσε τόσο πολύ (όπως και στο υπόλοιπο τεράστιο σόι) που κάθε φορά που ήθελε να πει κάτι για την κοιλιά του έλεγε: τη σιρβάς ιμ’ ο τόπον, δηλαδή της σούπας μου το μέρος.

Ο τανωμένος σορβάς είναι σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροαλεσμένο στάρι, καλαμπόκι ή κριθάρι, πασκιτάν ή υλιστόν και δυόσμο. Είναι μια σούπα δροσερή, θρεπτική, εύκολη και ευπροσάρμοστη. Ζεστή τον χειμώνα, δροσερή για το καλοκαίρι, με άλλα λόγια, ταπεινή.

Αυθεντικός Τανωμένος σορβάς λοιπόν ή τανώσουπα ή σούπα τανωμένη

1 κούπα κορκότο σταρένιο
4-5 κούπες νερό
2 κούπες πασκιτάν’
1 ψιλοκομμένο κρεμμύδι
Ψιλοκομμένος φρέσκος δυόσμος ή 2 κ.γ. ξηρό
3 κουταλιές αγελαδινό βούτυρο ή ελαιόλαδο
αλάτι (αν το πασκιτάν’ δεν είναι καλά αλατισμένο)

Βάζουμε το νερό μαζί με το κορκότο και 1 κ.γ. αλάτι σε χαμηλή προς μέτρια φωτιά να βράσει μέχρι να ψηθεί το στάρι και χυλώσει ελαφρά.
Παίρνουμε δυο-τρεις κουτάλες από την σουπα σε ένα βαθύ μπωλ και το αφήνουμε να κρυώσει λιγάκι.
Προσθέτουμε λίγο λίγο πασκιτάν’ μέσα στη σουπα που έχουμε κατά μέρος και ανακατεύουμε μέχρι να γίνει το μείγμα λείο, χωρίς κομπαλάκια.
Στη συνέχεια, ρίχνουμε το μείγμα του πασκιτάν με το κορκότο λίγο λίγο στην κατσαρόλα με την υπόλοιπη σούπα έτσι ώστε να μην κόψει το πασκιτάν’.
Σε ένα τηγανάκι κάνουμε σύβραση το κρεμμύδι στο βούτυρο ή στο ελαιόλαδο και τον δυόσμο και το προσθέτουμε στη σουπα.
Ανακατεύουμε και απολαμβάνουμε.

Κορκότο και πασκιτάν’ υπάρχει σε μαγαζιά με προϊόντα παραδοσιακά.
Το κορκότο μπορεί να αντικατασταθεί με στάρι ξεφλουδισμένο (υπάρχει στα Σ/Μ) και κοπανισμένο στο γουδί. Το δε πασκιτάν’ με στραγγιστό γιαούρτι. Εδώ όμως πρέπει να σημειώσω πως την υπόξινη γεύση του πασκιτάν’ δεν την έχει το κοινό πλέον στραγγιστό γιαούρτι της αγοράς, εκτός και αν βρεθεί γνήσιο γιαούρτι σακούλας ή αφήσουμε το γιαούρτι λίγο να ξινίσει.

Σε άλλα μέρη του Πόντου την τανόσουπα την έκαναν με υλιστόν. Για την ιστορία,
το πασκιτάν’ είναι το αποβουτυρωμένο, δρουβανιστό, στραγγισμένο και αλατισμένο γιαούρτι που προέρχεται από το ταν’ . Αρκετά σφιχτό σαν αδύνατη μυζήθρα, όπου ταν’ είναι το αποβουτυρωμένο γιαούρτι.
Το υλιστόν είναι το στραγγιστό γιαούρτι με όλο του το βούτυρο του.
Το δε ταν’ αραιωμένο με παγωμένο νερό δίνει το αριάν’ , το ξυνόγαλο δηλαδή.
.....

Να γιομίσει ο σορβάς σου και να γιάνει η καρδιά σου !

Wednesday, January 25, 2006

ε! κίτι μαύρα Σούρμενα ...



Μια φορά, μιαν εποχή, στης γιαγιάς μου τον καιρό, ήταν ένα πανέμορφο χωριό που το λέγαν Τσίτα.
Τούτο το χωριό ήταν πολύ ορεινό, απόκρημνο, απρόσιτο, και με πυκνή βλάστηση. Αν και το νοτιότερο χωριό της επαρχίας των Σουρμένων και μόλις 10 χιλ από την παραλία, σε πολλά σημεία τα πανύψηλα βουνά είχαν απόκρημνες, βραχώδεις και δασωμένες πλαγιές, που διασχίζοταν από ορμητικά ποτάμια και ρυάκια. Χτισμένο στο βουνό Σιορομυλή των Ποντιακών Άλπεων ή Μακρώνων όπως τα ονομάζει ο Ξενοφών, που πέρασε από εκεί κατά την καθοδο των Μυρίων το 401 π.χ. Τα άλλα τρία βουνά των Άλπεων, του Αντίταυρου δηλαδή, ήταν ο Καρτσαλάχος και το Τσουρούκ Ντερέ, με υψηλότερη κορφή το Ματούρ Νταγ με 2850 μ. υψόμετρο. Από τον Καρτσαλάχο πήγαζε και ο Μικροπόταμος, το κύριο ποτάμι που περνούσε μέσα από το χωριό, συναντούσε άλλα ορμία (ρέματα) και διέσχιζε την χαράδρα που σχημάτιζονταν μεταξύ του Τσίτα και του Ασσού.
Η πυκνή του βλάστηση ήταν το απόλυτο καταφύγιο για ανθρώπους και αγριογούρουνα. Λεπτοκαρυές, καρυδιές, συκιές, ροδαφινιές, μουριές αποτελούσαν ένα βαθύ και πυκνό δάσος, μοναδικό για την ομορφιά του.

Ο παππούς Αβραάμ (προπάπους μου, παπάς και δάσκαλος του χωριού και μετά τη χηρεία του αρχιμανδρίτης) γράφει στο βιβλίο του «Στατιστική της Επαρχίας των Σουρμένων», πως το χωριό πήρε το όνομα του από τις αποθήκες αραβοσίτου της περιοχής, καθώς «τσιτ» στα τούρκικα σημαίνει ακριβώς αυτό.
Μια άλλη εκδοχή, υποστηρίζει πως το Τσίτα πήρε το όνομα του από τον στρατηγό Τζίττα ή Σιττα, τον οποίο είχε στείλει ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός για να υποτάξει την άγρια φυλή των Τζάνων που λυμαίνονταν την περιοχή των ανατολικών παραλίων της Μαύρης θάλασσας. Ο στρατηγός κατάφερε να τους υποτάξει και σαν ευγνωμοσύνη οι κάτοικοι του Τσίτα ονομάτισαν το χωριό τους Τζίτα, όπου με τα χρόνια έγινε Τσίτα.

Μετά την άλωση της Πόλης και τον βίαιο διωγμό και εξισλαμισμό, όλα τα χωριά των περιοχών αυτών σχεδόν ερήμωσαν. Οι κάτοικοι έφυγαν άλλοι προς τα μέρη της Ρωσίας, άλλοι στα βουνά οπού σύμφωνα με τις γραπτές και προφορικές αφηγήσεις των παλαιών αλλά και των νέων όπως η θεία Παρθένα, ζούσαν –όπως και η προγονική της οικογένεια- κρυμμένοι επί γενεές και γενεές, τρεφόμενοι με χόρτα, ξηρούς καρπούς και αγριογούρουνα.
Έτσι και το Τσίτα άδειασε, ερήμωσε και από το 1470 σκεπάστηκε όλη η περιοχή με πυκνά δάση. Βέβαια, κάποιοι χριστιανοί διεσώθηκαν και έμειναν πίσω σε μερικά χωριά της περιοχής των Σουρμένων και του Όφη, όπου προστατεύονταν από τους αγάδες από σκοπιμότητα πάντα και συμφέρον. Το 1670 έγινε ο δεύτερος διωγμός και εξισλαμισμός όλων των περιοχών. ΄Οσοι αρνήθηκαν τον εξισλαμισμό, έφυγαν από τα διάφορα χωριά του Όφη προς τα ορεινά των Σουρμένων. Ψηλά, απόκρημνα, πιο ασφαλή. Είχαν πληροφορηθεί πως παλιά υπήρχε εκεί το χωριό Τσίτα και πως ζούσαν μερικοί χριστιανοί. Έτσι, από διάφορα χωριά κατέφτασαν φυγάδες, γενάρχες των μετέπειτα κατοίκων του Τσίτα, όπως και οι πρόγονοι μου οι Τσιρόζ’, όπου και ένας από τους απογόνους ο παππούς Αβραάμ Παπαδόπουλος (Τσιροζίδης) και το Τσίτα αποικήθηκε ξανά.
Σύμφωνα με το γενεαλογικό δέντρο του Παναγιώτη Τσιροζίδη, οι κάτοικοι του Τσίτα ήταν απόγονοι των Μιλησίων της Μικράς Ασίας καθώς οι πρώτοι από τους φυγάδες που εκαταστάθηκαν στο Τσίτα γύρω το 1775, ο Κεσές, ο Χαρίτος, ο Καλομηνάς, ο Φωκάς, ήρθαν από το χωριό Ωκενέ. Και με τους απογόνους τους δημιουργήθηκε το χωριό. Το κατοικήθηκε πρώτα από φυγάδες από τον Όφη και εκείνοι από την Ινέπολη αποικία της Σινώπης, όπου η Σινώπη ήταν με την σειρά της αποικία της Μιλήτου.

Το χωριό μεγάλωσε, άκμασε, έγινε το μεγαλύτερο σε πληθυσμό και έκταση της επαρχίας με 350 οικογένειες, περίπου 2700 χριστιανούς ορθόδοξους και 10 οικογένεις κλωστών (εκχριστιανισμένων Οθωμανών), με σχολαρχείο και ημιγυμνάσιο.
Τα περισσότερα σπίτια είχαν κατώι και ανώγι. Το κατώι κτισμένο με πέτρα (για μαντρί), το ανώγι ξύλινο για κατοικία και η στέγη με κεραμίδια.
Οι Τσιταίοι ήταν μορφωμένοι και οι περισσότεροι κιμπάρηδες αφού έκαναν εμπόριο στην γειτονική Ρωσία. Οι άντρες ήταν ή βιοτέχνες ή έμποροι ή και ξενιτεμένοι όσων οι δουλειές ήταν στην Ρωσία, την Πόλη, ακόμη και την Σμύρνη.


…….Δεν ξέρω γιατί επέλεξα τον αόριστο, αφού το Τσίτα, το χωριό της γιαγιάς Βασώς και ένα κομμάτι από τις δικές μου ρίζες, υπάρχει ακόμη. Εκεί, στο Σιορομυλή, πάντα μέσα σε πυκνή βλάστηση και ορμητικά ορμία. Ίσως γιατί δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε, ίσως γιατί αν και κατοικημένο, μοιάζει έρημο και κρύο. Λείπουν οι άνθρωποι οι δικοί του που το ζέσταιναν, το ομόρφαιναν δίνοντας του πνοή και ψυχή, δίνοντας του ζωή, και περιμένει με υπομονή την επόμενη αυγή.

.........

ε! κίτι μαυρα Σούρμενα
και έρημα χωρία
πως έτονε κ'επέμετε
απές στην ερημία
Τσίτα, Ασσού και Μεξεζή
χωρία αγαπημένα
΄κ' έπορώ νάνασπαλώ σας
κι αϊλλοί - άϊλλοί σε μένα

Ντο έντον, που εχάθανε
ατόσα νέϊκα παιδία
κι ατώρα εμείς επέμναμε
δέντρα χωρίς κλαδία

Άλλο ο παπάς κι λειτουργεί
'κ' ειν'ανοιχτά σκολεία
επέμναν όλα έρημα
σην δείσα σην σκοτία

Ο πάππο μ΄έτονε μουχτάρτ'ς
απές σε αφτά χωρία
πολέμανεν πολέμανεν
για την ελευθερίαν

Οφέτος ξαν θα έρχουμε
Σούρμενα μ' ν' αναστέντς με
κι αν κι πάρω να έρχουμε
του χρόνου να περιμέντς με

Είμαι ένας Καπασακάλ'τ'ς
ας σην Μακεδονίαν
Σουρμενέτες, Σουρμενέτες
και με τρανό καρδία

.......