Translate

Friday, May 21, 2010

Το Αθηναϊκό κρυφτό!

φωτό από flicr
Οταν γεννήθηκα, την τελευταία χρονιά της δεκαετίας του ΄60 , η γειτονιά μου ήταν γειτονιά, πρώην «εξοχή», νυν προάστιο με υψηλά τεκμήρια δόμησης. Με τις πλείστες μονοκατοικίες τους σε μεγάλα οικόπεδα, με τους λουλουδιασμένους κήπους, τους χωμάτινους δρόμους, τα πολλά πάρα πολλά παιδιά. Οχι κάθε γειτονιά, κάθε δρόμος είχε και τις δικές του παρέες. Και τι παιχνίδια παίζαμε καταμεσής του δρόμου… μήλα, αμάδες, μπίγκο, πλακάκια, λάστιχο, σχοινάκι, ποδόσφαιρο στις αλάνες., κρυφτό, κρυφτοκυνηγητό…

Στο κρυφτοκυνηγητό χωριζόμασταν σε δυο αντίπαλες ομάδες, καταστρώναμε σχέδιο και φτιάχναμε χάρτη και ξεκινούσαμε. Αυτό το παιχνίδι ουσιαστικά δεν είχε τέλος, ξεκινούσαμε το πρωί, κρυβόμασταν σε γιαπιά, σε άλλες γειτονιές και μόλις βλέπαμε κάποιον από την αντίπαλη ομάδα τον κυνηγούσαμε. Μα ήταν αδύνατον να τον πιάσουμε, τέλος ήταν τόσο καλά οργανωμένα και σωστά εκτελεσμένα τα σχέδια μας που έφτανε μεσημέρι, πηγαίναμε ο καθείς στο σπίτι για φαγητό, διάβασμα, ύπνο και το παιχνίδι δεν τέλειωνε ποτέ. Είχε την γοητεία του όμως, μια περιπέτεια στα γιαπιά της γειτονιάς.


Στο κρυφτό πάλι τα φυλάγαμε πάντα στην εξώπορτα του δικού μας σπιτιού. Το πιο αγαπημένο μας παιχνίδι. Απίθανες καταστάσεις, με κρυψώνες πάνω στα δέντρα, μέσα στα άδεια βαρέλια του Θείου Βαγγέλη αν και δεν τα προτιμούσαμε διότι άντε να προλάβεις να βγεις και να τρέξεις για ξελεφτερία, αδύνατον! Οι τρελές πλάκες γίνονταν την άνοιξη όπου η αλάνα φάτσα στο σπίτι μας γινόταν μια ζούγκλα από τα αγριόχόρτα και τις ψηλές μαργαρίτες. Πέφταμε μέσα στα χορτάρια και άντε να μας προλάβουν, σιφούνι τρέχαμε να τα φτύσουμε. Ενα μεσημέρι χάσαμε τον ξάδελφο μου τον Γιάννη, όλοι εμφανιστήκαμε ο Γιάννης πουθενά! Βαρεθήκαμε να ψάχνουμε και πήγαμε για φαγητό ( μυαλό ε;), έβγαλε μια κραυγή η κυρά Κωνσταντινιά, πάλι κάτω να ψάχνουμε τον Γιάννη. Τελικά, βρήκαμε την κρυψώνα του και τον Γιάννη να κοιμάται πίσω από τις μαργαρίτες.


Τα αμερικανάκια δεν πολυζυγώναμε, είμασταν δυνατοί στις πετριές… όχι ότι είχαμε να χωρίσουμε κατιτίς, αλλά να, έπρεπε να προστατεύσουμε την περιοχή μας, τι στο καλό! Μια φορά ο Antony (καλή του ώρα), μας διάλυσε την χόρτινη καλύβα μας, έκανε δυο βδομάδες να ξεμυτίσει από το σπίτι του. Τα ανοιξιάτικα βράδια πάλι είναι αυτά που νοσταλγώ κάθε φορά.


- «Μαμά, πάμε κάτω».

- «Μην αργήσετε πάλι, θα φάμε σε λίγο»


Η ώρα περνούσε, το φαί στο τραπέζι κρύωνε και η μαμά στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
Καθόμασταν στα μαρμάρινα σκαλιά της εξώπορτας μας μέχρι το βράδυ, 10-11 ώρα, ανήκουστο για μικρά παιδιά σήμερα. Τα μαρμάρινα σκαλιά μας δεν ξέρω, είχαν μια γοητεία, μας βόλευε φαίνεται ο αριθμός τους, δύο, όχι ένα ούτε τρία, αλλά δύο, το ιδανικό. Καθόμασταν δυο σειρές παιδιά και άλλα οκλαδόν στο πεζοδρόμιο και συζητούσαμε με τις ώρες για ότι μπορεί κανείς να φανταστεί και οι στιγμές, οι ώρες περνούσαν και δεν λέγαμε να σηκωθούμε να πάμε σπίτια μας. Η μυρωδιά από τις ανθισμένες νερατζιές, η γλυκιά βραδιά, οι απίθανες ιστορίες που λέγαμε μεταξύ μας, μας μάγευαν, μέχρι να ξαναακουστεί η φωνή της μαμάς «άντε 11 πήγε, θα κλειδώσω την πόρτα».


Και τώρα; Που είναι τα παιδιά τώρα; Τα πεζοδρόμια γιόμισαν παρκαρισμένα, οι δρόμοι γιόμισαν αυτοκίνητα, οι μανάδες φοβούνται να αφήσουν τα παιδιά από τα μάτια τους, όχι σαν τις δικές μας μανάδες, που μας έβλεπαν το πρωί με το γάλα, μετά πάλι το μεσημέρι στο τραπέζι και τέλος το βράδυ στο κρεβάτι… Μα δεν υπάρχουν παιδιά; Μα οι παιδότοποι είναι γεμάτοι, με φουσκωτά παιχνίδια και χίλιες διαφορετικές ιώσεις. Στην δική μου γειτονιά τώρα έχει κανά δυο παιδιά χώρια τα δικά μου, ο δρόμος πολυσύχναστος και δεν μπορώ να τους πω «άντε πηγαίνετε στο σπίτι του Μιχάλη να παίξετε» όπως μας έλεγε η δική μου μητέρα. Μικρότερα έπαιζαν κρυφτό μέσα στο σπίτι, αδιανόητο στην εποχή μου σαν παιδί «δεν παίζουμε μέσα στο σπίτι. Κάτω να πάτε..» φώναζε η μητέρα μου. Τώρα λέμε, «που να πας παιδί μου έξω, να σε αρπάξει κανείς..»

Βέβαια τα μικρά μου το διασκέδαζαν, δεν γνώρισαν τα καλύτερα για να Συγκρίνουν και τώρα που μεγάλωσαν αρκετά άρχισαν να ξεμυτάνε και λίγο παραπέρα με λίγο ποδήλατο, σε κανά φίλο πολύ καλό, αλλά ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το κείμενο της γλώσσας της β δημοτικού. Το «Αθηναίϊκο κρυφτό» διαβάστε και κλάψτε.. …



Δεν είναι πολύς καιρός που εγκατασταθήκαμε στην πόλη κι η αδελφούλα μου έπιασε κιόλας φιλίες. Ενα κοριτσάκι από την απέναντι πολυκατοικία, που οι αυλές μας είναι κολλητές της φώναξε:

- Κοριτσάκι , πως σε λένε;

- Εμένα;

- Ναι, εσένα

- Ελένη. Εσένα;

- Αθηνούλα. Θες να παίξουμε; είπε εκείνη πίσω από το δικτυωτό που υψωνόταν πάνω από τα κάγκελα του μπαλκονιού της.

- Πώς να παίξουμε;

- Θα παίξουμε κρυφτό. Θα μετρήσω εγώ μέχρι το δέκα και εσύ θα μπεις στο δωμάτιο να κρυφτείς. Αν σε βρω, θα τα φυλάς εσύ.


Αθηναίικο κρυφτό αυτό. Η Αθηνούλα άρχισε να μετράει και η Ελένη χώθηκε κάτω από το κρεβάτι. Οταν η Αθηνούλα μέτρησε και δέκα, άρχισε να φωνάζει:
- Είσαι μέσα στην ντουλάπα

- Οχι

- Είσαι κάτω απ’το τραπέζι

- Οχι

- Είσαι πίσω απ’το ψυγείο

- Οχι

- Ε, που είσαι; είπε βαριεστημένη κιόλας η Αθηνούλα

- Κάτω απ’το κρεβάτι, φώναξε η Ελένη και βγήκε στο μπαλκόνι χαρούμενη που κέρδισε στο καινούργιο παιχνίδι.


Να γελάσω; να κλάψω; να ουρλιάξω; να προσπεράσω; Δηλαδή ούτε καν στον ίδιο χώρο δεν βρίσκονταν, από τα μπαλκόνια έπαιζαν.


Τα συμπεράσματα δικά σας