Κάποιος είπε πως το κάθε αστεράκι στον απέραντο ουρανό είναι η ψυχή ενός μικρού αγγέλου. Κάθε πεφταστέρι ένας φύλακας άγγελος που σπεύδει να μας φωλιάσει στα λευκά του φτερά και να μας τυλίξει με την θεϊκή του αύρα.
Translate
Wednesday, December 20, 2006
‘ποψ’ άγεννεθε κι αύρεν εστάθεν
Έλεγε η μάνα μου, «δεν θα γίνεις μάνα και συ; τότε θα καταλάβεις»
Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω πως γινόταν να βγαίνουμε το πρωί για παιχνίδι κάτω στις αλάνες και στους γύρω δρόμους, να γυρνάμε αργά το μεσημέρι και να μην υπάρχει στο πρόσωπο της ίχνος ανησυχίας. Εκτός πια και μας παρακολουθούσε χωρίς να την υποπτευόμαστε.
Πως γινόταν να βγαίνουμε για τα κάλαντα στις γύρω γειτονιές και να μην τρέμει το φυλοκάρδι της. Κι αν έτρεμε δεν μας τό’δειχνε. Μόνο «πρόσεχε» μας έλεγε και μας σταύρωνε. Είπαμε, άλλες εποχές..
Μάνα πια και γω, τώρα καταλαβαίνω και φοβάμαι πιότερα. Πόσο θά’θελα να ξεπροβόδιζα και τα δικά μου παιδιά να πουν τα κάλαντα, να τα χαρούν, να δουν πέρα από τα δώρα συνώνυμο πια των Χριστουγέννων. Να ζήσουν έθιμα αιώνων. Άγρια η πόλη που εκτός από τον κάθε ένα κίνδυνο που παραμονεύει στην γωνία, έρχονται και οι κλειστές πόρτες των γειτόνων. ‘Αλλους κυριεύει φόβος, άλλους τσιγκουνιά, τσιγκουνιά πνευματική. Τούτη την ατμόσφαιρα μια παρέα καλαντιστών την σπάει και την φέρνει στα σωστά της. Μια παρέα μεσήλικων Ποντίων γλετζέδων που γυρνά όλους τους δρόμους της μικρής μας πόλης, αργά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και σταματά σε κάθε σπίτι Ποντίων. Όλες οι παλιές οικογένειες άλλωστε, γνωστές μεταξύ τους είναι. Όπως τα χρόνια τα παλιά. Μα δεν υπάρχει και σπίτι στις γειτονιές μας, ποντιακό ή μη που να μην ανοίξει πόρτα, να βγουν οι νοικοκύρηδες να καλαντίσουν μαζί. Εξάλλου οι στεντόριες περιπαιχτικές φωνές τους συνοδεία λύρας (κεμεντζέ) και τουλούμ’ ζουρνά (αγγείο) ακούγονται από εκατοντάδες μέτρα μακριά. Και δεν σταματά εκεί τούτη η χαρά, όχι. Σταματά αφού πουν όλα μα όλα τα κάλαντα.
Τα παλιά τα χρόνια, στον Πόντο, οι καλαντιστές (θυμιστάντ’) ότι χρήματα μάζευαν, τα έδιναν στην εκκλησιαστική επιτροπή που προορίζονταν για το σχολείο και τα δίδακτρα των φτωχών και ορφανών παιδιών. Οι σημερινοί δικοί μας θυμιστάντ’ δεν παίρνουν δεκάρα. Καλαντίζουν μόνο για το έθιμο, για την χαρά της γέννησης του Χριστού, για την συνέχιση του εθίμου αφού έτσι όπως πάν τα πράγματα στο τέλος θα ακούμε τα κάλαντα μόνο από πλατινιένο σιντί με ήχους τέκνο και την φωνή λαμπρού τραγουδιστή πίστας.
Κατά τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες η γέννηση του Χριστού εορταζόταν μαζί με τα Θεοφάνεια, εξού και το "Χριστούγεννα πρωτούγεννα
πρώτη γιορτή του χρόνου"
Τον Δ' αιώνα η εορτή χωρίστηκε και οι Πατέρες της Εκκλησίας λαμβάνοντας υπόψιν διάφορα ιστορικά γεγονότα σε σύγκριση με τα κείμενα των Ευαγγελίων καθόρισαν την 25η Δεκεμβρίου σαν ημέρα Γέννησης του Ιησού Χριστού.
Από κείνον περίπου τον καιρό και πριν το γνωστό μας «Καλήν εσπέραν άρχοντες» οι θυμιστάντ’ έψελναν τα παρακάτω παμπάλαια κάλαντα.
Ποψιζ’νή βραδί’, καλό βραδάκι,
‘ποψ’ άγεννεθε κι αύρεν εστάθεν
Τον εγέννησεν η Αϊ Παρθένος
Τον ανέστησεν η Αϊ Μαρία.
Τον επίασαν οι σκυλ’Εβραίοι,
σκυλ’Εβραίοι και μυρ’ Εβραίοι
Τον εκρέμασαν σην Καλαμιώνα,
Καλαμιώνα και σ’αίθρα τόπον
Αμ’αφέντα και μη κοιμάσαι
Κι αν κοιμάσαι, στα ξύπνα σ’ ‘κ’ είσαι.
Ξύπνα σ’ ‘κ’ είσαι σαν το γεράκι
Και ακόνησαν σαν το παιδάκι,
άψον το κερί κ’ έλα σην πόρτα,
έξω στέκουν τα παλληκάρα,
και θυμίζ’νε την αφεντιά σου
θέλουν μήλα και πορτοκάλια
Ομολογώ πως το σκυλ’Εβραίοι ακούγεται ρατσιστικό και ίσως είναι, αλλά είπαμε, άλλοι καιροί προληπτικοί και δυσειδαιμονικοί.
Αργότερα επικράτησαν τα γνωστά Ποντιακά κάλαντα,
Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον
Χα καλή ώρα, καλή σ’ημέρα
Χα καλόν παιδί οψέ γεννέθεν
Τον εγέννησεν η Παναγία
Τον ενέστεσεν Αϊα-Παρθένος
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
Κι εκατέβεν σο σταυροδρόμι
Έρπαξαν Ατόν οι σιήλ Εβραίοι
σιήλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι
Α σ’ακροντικά κι α’σην καρδίαν
αίμαν έσταξεν, χολή κι εφάνθεν.
Ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον,
Μύρον έτον και μυρωδιά.
Εμυρσίστεν ατό ο κόσμος όλον,
Για μυρίστ’ ατό κι εσύ αφέντα
Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρια
Και θημίζνε τον νοικοκύρην,
νοικοκύριν και βασιλέα
και στο τέλος απεύθυναν τις ευχές,
«Ο Θεός να πολυχρόνια τον νοικοκύρ του σπιτί»
«Αμήν!»
«Την νοικοκυρά»
«Αμήν!»
«τον πάππο»
«Αμήν!»
«την καλομάνα»
«Αμήν!»
τ’ αγούρια και τα κορίτσια»
«Αμήν!»
Και τραγουδούσαν,
«Θεία θεία άψον το κερί κι έλα σην πόρτα. Έξω στέκουν τα παλικάρια και θημζουν την αφεντιά σας. Υείας κι ευλογίας και του χρόνου»
Τότε η νοικοκυρά άνοιγε την πόρτα με το αναμμένο κερί στο χέρι και τους υποδεχόταν όλο χαρά.
Οι μεγάλοι όμως κατά ομάδες και με συνοδεία κεμεντζέ έψελναν το Καλήν εσπέραν Άρχοντες, αλλά με άλλον ρυθμό που δυστυχώς δεν μπορώ να αποδώσω από τούτο εδώ τον χώρο. Φανταστείτε μια καθαρά ποντιακή μελωδία και προφορά. Τούτα τα κάλαντα έψελναν οι παπούδες και γιαγιάδες μου και ακόμη ψέλνουν η μητέρα μου με την αδελφή της. Τα τέκνα απολαμβάνουμε καθότι τα γράμματα εύκολα, η προφορά όμως.....
Καλήν εσπέραν άρχοντες
κι ας είναι ορισμός σας
Χριστού την θείαν γέννησιν
να πω στο αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει
οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρει η φύσις όλη .
Εν το σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
Ο Βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι
το «Δόξα εν υψίστης»
και τούτο άξιον εστί,
η των ποιμένων πίστης.
Εκ της Περσίας έρχονται
τρεις μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί
δίχως να λείψει ώρα,
φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ
με πόθον ερωτώσι
που εγεννήθη ο Χριστός
να παν’ να τον εβρώσι.
Δια Χριστόν ως ήκουσεν
ο Βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως ταράχθηκε
κι έγινε θηριώδης.
Ότι πολύ φοβήθηκε
δια την Βασιλείαν
μην του την πάρει ο Χριστός
και χάσει την αξίαν.
Κράζει τους μαγους και ρωτά
που ο Χριστός γεννέθεν.
-εις Βηθλεέμ ηξεύρουμε
πως η γραφή διηγάται.
Τους είπε να υπάγωσι
και όπου τον εβρώσι.
να τον προσκυνήσωσι,
να παν να τον ειπώσι,
όπως υπάγει και αυτός
για να τον προσκυνήσει,
με δόλον ο μισόθεος
για να τον αφανίσει.
Τρέχουν οι μάγοι, τρέχουσι
και τον αστέρα βλέπουν
πως θεϊκός κατέβαινε
και με χαρά προστρέχουν.
Στη Βηθλεέμ επρόφθασαν
βρίσκουν την Θεοτόκο
κ’εκράτα στας αγκάλας της
τον Άγιο της τον τόκο.
Γονατιστοί, την χαιρετούν
και δώρα την χαρίζουν
σμύρνα, χρυσόν και λίβανον.
Θεόν τον ευφημίζουν
Την σμύρναν μεν ως άνθρωπο,
χρυσόν ως Βασιλέα.
Αφού τον προσκυνήσανε
κι ευθύς πάλι γυρίσουν
και τον Ηρώδη μελετούν
να πάνε να τον έβρουν.
Πλην άγγελος εξ ουρανού
Βγαίνει τους εμποδίζει ,
άλλη οδό να πορεύουν,
αυτός τους διορίζει.
Και πάλι άλλος άγγελος
τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτο να πορευθούν,
εκεί να ησυχάζει.
Να πάρει και την Μαριάμ
ομού με τον υιό της
γιατ’ ο Ηρώδης του ζητεί
τον τόκο τον δικό της.
Μη βλέποντας ο Βασιλέας
τους μάγους να γυρίζουν
στη Βηθλεέμ διέταξε
παιδιά να μην αφήσουν.
Όσα παιδιά ν’έβρωσι
δύο χρονώ και κάτω
όλα να τα περάσωσι
ευθύς απ’τα σπαθιά των
Χιλιάδες δεκατέσσερα
σφάζουνε μίαν μέρα
κλαυθμό, θρήνο κι οδυρμό
είχε κάθε μητέρα,
και επληρώθη το ρηθέν
Προφητού Ησαίου,
μετά των άλλων προφητών
και του Ιερεμίου.
Ιδού και που σας είπομεν
όλην την υμνωδία
του Ιησού μας του Χριστού
γέννησιν την Αγίαν.
Και σας καληνυχτίζουμε,
πέσατε κοιμηθείτε
ολίγον ύπνο πάρετε
κ’ευθύς να σηκωθείτε
εβάλλετε τα ρούχα σας
έμορφα ντυθείτε
στην εκκλησία τρέξατε
με προθυμία μπείτε
ν’ ακούσειτε μ’ευλάβγεια
την θείαν λειτουργίαν
κι ευθύς άμα γυρίζετε
εις το αρχοντικό σας
ευθύς τραπέζι στρώσατε,
βάλτε το φαγητό σας.
και το σταυρό σας κάνετε,
γευθείτε, ευφρανθείτε
δώστε και κανενός φτωχού
όπου τα υστερείται
Και ο Χριστός μας πάντοτε
να είναι βοηθός σας
χρόνους πολλούς να ζήσετε
να είστ’ ευτυχισμένοι
Και στη συνέχεια,
«Άρχοντας, πολλάρχοντας, ο Θεός να πολυχρονίζ’ τον οικοκύριν του σπιτί’. Αμήν. Και την οικοδέσποινα...αμήν. Και τα τέκνα της...αμήν»
«Καλαμιώρα, Καλαμιώρα μ’
άψον το κερί σ’
κι έλα σην πόρτα σ’
εξ’ που στέκουν τα παλληκάρα
και θυμίζουν την αφεντιά σας
Ανά-αφέντα μ’ και μη κοιμάσαι
κι αν κοιμάσαι
στα ξύπνια σ’ εβρισκάσαι
Υιός και χαράς,
και τα παιδία
θέλουν μήλα και λεφτοκάρα»
Και εις έτη πολλά.....
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
4 comments:
Πολύ ωραίο άρθρο!
Τα Χριστούγεννα βασικά τα περίμενα για τα κάλαντα κι ευτυχώς δεν έπεσα ποτέ σε κανέναν ανώμαλο!Ως πονηρός λύκος έπαιρνα και τους φίλους μου μαζί με μελόντικες και τυμπανάκια και μας έτρεμε το Παγκράτι!
Κάποτε μας έτρεμαν τους λύκους,ήμασταν φόβος και τρόμος,τώρα μπροστά σε κάποιους άλλους φαινόμαστε αρνάκια..Μας τράβηξαν και μία γενοκτονία..Ας είναι!
Φέτος βέβαια είμαι πολύ μεγάλος για κάλαντα,αλλά βοήθησα μια φίλη να στολίσει ένα υπέροχο δέντρο,χωρίς μπάλες, μόνο με στολίδια πάνινα και ξύλινα,σαν χειροποίητα.Ήταν βέβαια πολύ european (παίζαμε τζαζ,η φίλη μου έβριζε το δέντρο που είχε μια τάση να πέφτει!),αλλά καλό!!
Εσύ θα πας στα μέρη μου(Πίνδο με τις αρκουδίτσες;;).Ή εδούνα με τον λύκο;;
εδούνα, εδούνα...
«Ο Θεός να πολυχρόνια τον νοικοκύρ του σπιτί»
Kαι του χρόνου!
Αμήν Κατερίνα μας, αμήν!
Post a Comment